Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λήθη

  • 1 λήθη

    [лити] ουσ. Θ. забвение,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λήθη

  • 2 забвение

    ουδ.
    1. λησμονιά, λησμοσύνη, ξέχασμα, ξεχασιά, λήθη. || παραμέληση•

    своего долга παραμέληση του καθήκοντος.

    2. παλ. βλ. забытье.
    εκφρ.
    предать в -го – παραδίνω στη λήθη, ξεχνώ•
    река -я – η Λήθη.

    Большой русско-греческий словарь > забвение

  • 3 забвение

    забвени||е
    с ἡ λήθη, ἡ λησμονιά, ἡ λησμοσύνη:
    предавать \забвениею ρίχνω στή λήθη, λησμονώ.

    Русско-новогреческий словарь > забвение

  • 4 забытье

    забытье
    с ἡ νάρκη, ὁ ἐλαφρός ὑπνος (дремота)! ἡ βύθιση, ὁ βύθος, ἡ λήθη (беспамятство):
    впадать в \забытье πέφτω σέ λήθη, λιποθυμώ.

    Русско-новогреческий словарь > забытье

  • 5 забытьё

    -я, προθτ. в забытьй ουδ.
    1. λήθαργος, -ία, λήθη.
    2. λησμονιά, -σύνη, ξεχασιά.
    3. αλλοφροσύνη, παραφροσύνη.
    εκφρ.
    впасть в забытьё – περιπίπτω σε λήθη•
    лежит в -ьи – κείτεται αναίσθητος.

    Большой русско-греческий словарь > забытьё

  • 6 Лета

    θ.
    Λήθη.
    εκφρ.
    кануть в -у – ξεχνιέμαι εντελώς, παραδίνομαι στη λήθη.
    лет πλθ. τα χρόνια, τα έτη. || ηλικία•

    человек средних лет άνθρωπος μεσήλικος.

    εκφρ.
    в -ах – μεσήλικος•
    на цвете лет – στο άνθος της ηλικίας•
    на старости лет – στα γεράματα, στα γηρατειά•
    по молодости лет – λόγω της νεανικής ηλικίας•
    с детских лет – από τα παιδικά χρόνια; αποτην παιδική ηλικία.

    Большой русско-греческий словарь > Лета

  • 7 Лета

    Лета
    ж миф. ἡ Λήθη· ◊ каиуть в Лету ἐξαφανίζομαι χωρίς ν'ἀφήσω Ιχνη.

    Русско-новогреческий словарь > Лета

  • 8 предавать

    предавать
    несов
    1. (изменять) προδίδω / παραδίδω (выдать)· 2.:
    \предавать суду́ ἐνάγω., παραπέμπω στό δικαστήριο, διώκω ποινικώς· \предавать гласности φέρω στή δημοσιότητα, καθιστώ δημοσία γνωστό· \предавать земле ἐνταφιάζω, θάπτω· \предавать смерти θανατώνω· \предавать забвению παραδίδω στήν λήθη· \предавать огню и мечу́ καταστρέφω διά πυρός καί σιδήρου, καίω καί ρημάζω.

    Русско-новогреческий словарь > предавать

  • 9 архив

    α.
    αρχείο•

    архив иностранных дел αρχείο του υπουργείου των εξωτερικών.

    || αρχειοφυλάκιο.
    εκφρ.
    сдавать в - – παραδίνω στη λήθη, ρίχνω το σάβανο της λήθης, λησμονώ, ξεχνώ.

    Большой русско-греческий словарь > архив

  • 10 беспамятство

    ουδ.
    1. λιποθυμία.
    2. αμνηοία, λησμοσύνη, λήθη.

    Большой русско-греческий словарь > беспамятство

  • 11 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 12 забыть

    -буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -о
    ρ.σ,
    1. λησμονώ, ξεχνώ•

    забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•

    -дем прошлое λήθη στο παρελθόν•

    вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.

    2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.
    εκφρ.
    забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•
    забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•
    забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•
    не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•
    себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•
    что я -был? (тамκ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;
    1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.
    2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.
    3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.
    4. λησμονώ, ξεχνώ.

    Большой русско-греческий словарь > забыть

  • 13 река

    -й, αιτ. реку, πλθ. реки, δοτ. рекам, οργν. реками, προθ. в реках θ.
    1. ποταμός, ποτάμι•

    берег -и η όχθη του ποταμού•

    реки текут в море τα ποτάμια χύνονται στη θάλασσα•

    река стала το ποτάμι, πάγωσε•

    река вскрылась το ποτάμι ξεπάγωσε•

    вниз по -е κατά τον ρουν του ποταμού•

    вверх по -θ αντίθετα προς τον ρουν του ποταμού•

    вскрытие -и παγετολυσία ή ξεπάγωμα του ποταμού•

    сплавная ή судоходная река πλωτός (πλευστός) ποταμός,

    μτφ. μεγάλη ποσότητα•

    реки крови ποτάμια αίμα•

    она проливала реки слз αυτή έχυνε ποτάμια δάκρυα,

    μτφ. κύλημα, διαρροή, πέρασμα•

    река жизни το κύλημα της ζωής.

    || μτφ. πλήθος, πληθώρα•

    -и народа μεγάλη κοσμοσυρροή.

    2. ως
    επίρ. -ой άφθονα•

    она льт слёзы -ой αυτή χύνει ποτάμια τα δάκρυα.

    εκφρ.
    река забвения – το ποτάμι Λήθη, τα νερά της λήθης (της λησμονιάς).

    Большой русско-греческий словарь > река

См. также в других словарях:

  • Λήθη — forgetting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθη — forgetting fem nom/voc sg (attic epic ionic) λῆθος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λῆθος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λήθῃ — Λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… …   Dictionary of Greek

  • λήθη — η το να ξεχνάει κανείς, η λησμονιά: Έριξε στη λήθη όλα όσα τον βασάνιζαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λήθῃ — λανθάνω escape notice pres subj mp 2nd sg λανθάνω escape notice pres ind mp 2nd sg λανθάνω escape notice pres subj act 3rd sg λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθηι — λήθῃ , λανθάνω escape notice pres subj mp 2nd sg λήθῃ , λανθάνω escape notice pres ind mp 2nd sg λήθῃ , λανθάνω escape notice pres subj act 3rd sg λήθῃ , λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λήθηι — Λήθῃ , Λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Лета — (Λήθη = забвение): 1) дочь Эриды, мать харит. 2) Источник и река Забвения в подземном царстве. По прибытии в подземное царство умершие пили из этой реки и получали забвение всего прошедшего; наоборот, те, которые появлялись обратно на землю,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • λᾶθαι — λήθη forgetting fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λῆθαι — Λήθη forgetting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»