-
1 λέρωμα
[лэрома] ουσ. о. пачканье, маранье,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λέρωμα
-
2 загрязнение
1. (действие) η ρύπανσ/η, η μόλυνσηконтроль над - ем окружающей среды έλεγχος κατά της - ης του περιβάλλοντος2. (при-месь) о ρύπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрязнение
-
3 закоксовывание
1. (нефтяного оборудования, двигателя внутреннего сгорания) η ενανθράκωση, η ρητίνωση, το λέρωμα 2. (масла) η ανθρακοποίηση 3. (катализатора) η ενανθράκωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закоксовывание
-
4 засмоление
1. (заливание смолой) το γέμισμα, η κάλυψη με πίσσα ή ρητίνες 2. (ос-моление в д.в.с.) λέρωμα./γέμισμα με κάπνα (στη ΜΕΚ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засмоление
-
5 загрязнение
загрязнениес τό λέρωμα, ἡ ρύπανση[-ις], ἡ μόλυνση [-ις]. -
6 засорение
засор||ениес τό λέρωμα, ἡ ρύπανση[-ις], τό βούλωμα / τό φράξιμο (закупоривание):\засорение желудка разг ἡ δυσπεψία. -
7 засорение
[ζασαριένιιε] ουσ. ο. λέρωμα, βούλωμα -
8 засорение
[ζασαριένιιε] ουσ ο λέρωμα, βούλωμα -
9 загрязнение
-я ουδ.λέρωμα, ρύπανση, μόλυνση• μύανση. || μτφ. σπίλωση, στιγμάτισμα. -
10 закапывание
-я ουδ.λέρωμα από σταγόνες. || στάξιμο, στάλαξη.-я ουδ.σκάψιμο, σκαφή, παράχωση, κρύψιμο στη γη. -
11 засаливание
-
12 засорение
-я ουδ.έμφραξη, στούπωμα,βούλωμα•засорение желудка δυσπεψία.
|| λέρωμα, ρύπανση• γέμισμα με ξένες, άχρηστες, επιβλαβείς ουσίες, αντικείμενα. -
13 захватывание
-
14 маранье
-я ουδ.1. λέρωμα, μουτζούρεμα. || αμαύρωση•маранье репутаций δυσφήμηση.
2. κακογράψιμο• κακοζωγράφισμα• κακοσύνθεση. || διαγραφή, σβήσιμο. -
15 обкапывание
-
16 обливание
-я ουδ.1. περιβρέξιμο, περίχυση• κατάβρεξη.2. λέρωμα (με χύσιμο).3. καταιόνηση ψυχρολουσία, ντους. -
17 пачканье
-я ουδ.ρύπανση• λέρωμα• λέκιασμα κηλίδωση, σπίλωση. -
18 топтание
-я ουδ.1. ποδοπάτημα, τσαλαπάτημα. || λέρωμα με τα πόδια, παπούτσια. || το στραβοπάτημα υποδημάτων.2. θλίψη, πάτημα.
См. также в других словарях:
λέρωμα — το, ατος λέκιασμα, βρόμισμα: Το λέρωμα του πατώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λέρωμα — το [λερώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λερώνω, λέκιασμα, βρόμισμα, ρύπανση, κηλίδωση … Dictionary of Greek
βρόμισμα — το 1. λέρωμα, ρύπανση 2. σάπισμα, αποσύνθεση … Dictionary of Greek
γάριασμα — το [γαριάζω] το λέρωμα … Dictionary of Greek
γλίτσιασμα — και γλίντζιασμα και γλίτζιασμα, το το λέρωμα, η βρόμα … Dictionary of Greek
καταβορβόρωσις — καταβορβόρωσις, η (Α) [καταβορβορώ] το καταλάσπωμα, το λέρωμα με λάσπη … Dictionary of Greek
κηλίδωμα — το (Α κηλίδωμα) [κηλιδώ] ρύπανση, λέκιασμα, λέρωμα, κηλίδα … Dictionary of Greek
κηλίδωση — η (Μ κηλίδωσις) [κηλιδώ] λέρωμα, ρύπανση νεοελλ. μτφ. ντρόπιασμα, ατίμασμα, σπίλωση («η κηλίδωση τής υπόληψής του») … Dictionary of Greek
λάσπωμα — το [λασπώνω] 1. λέρωμα με λάσπη 2. πολτοποίηση, λαπάδιασμα 3. κατασπίλωση τής υπόληψης κάποιου … Dictionary of Greek
λέκιασμα — το [λεκιάζω] κηλίδωμα, λέρωμα … Dictionary of Greek
μαγαρισμός — ο (Μ μαγαρισμός) [μαγαρίζω] μαγάρισμα, μόλυνση, λέρωμα μσν. η μωαμεθανική θρησκεία … Dictionary of Greek