Перевод: со всех языков на греческий

κῶμον

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • Κῶμον — Κῶμος revel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμον — κῶμος revel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Комо — У этого термина существуют и другие значения, см. Комо (значения). Коммуна Комо Como Страна Италия …   Википедия

  • Комо (Италия) — Комо Como Герб …   Википедия

  • Комо (город в Италии) — Комо Como Герб …   Википедия

  • COMESSATIO melius COMISSATIO — COMESSATIO, melius COMISSATIO secundum Aldum Manutium Iunior. in Orthogr. ratione, Leonardum Malaespinam et alios, quintus erat apud Veteres cibi capiendi modus, quô post cenam antequam cubitam irent, utebantur. Anglice forte a night drincking… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • COMUM — Colonia, et urbs Episcopalis Insubriae ad Lacum Larium, quod instauratum Novocomum dictum est, vulgo Como. Patria Plinii Iunioris, Pauli Iovii, et Caecilii Poetae, de quo Catullus, carm. 26. Poetae tenero, meo sodali Velim, Caecilio, papyre,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανεγείρω — (AM ἀνεγείρω) χτίζω, οικοδομώ μσν. (αμτβ.) παρακινούμαι, ενδυναμώνομαι αρχ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον 2. (μολπήν, κώμον) ξυπνώ, σηκώνω, αρχίζω 3. εξεγείρω, ερεθίζω …   Dictionary of Greek

  • ασπιδηφόρος — ἀσπιδηφόρος, ον (Α) 1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα 2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.) 3. ως ουσ. ο στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε λόγους… …   Dictionary of Greek

  • εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… …   Dictionary of Greek

  • εκπεταννύω — ἐκπεταννύω και ἐκπετάννυμι (AM) I. 1. (για φτερά πουλιού, πανιά πλοίου κ.λπ.) απλώνω, ανοίγω 2. (για πανιά πλοίου) ανοίγω πανιά πλοίου για να αποπλεύσει αρχ. 1. (για δίχτυ) απλώνω, ρίχνω 2. προβάλλω προς τα έξω 3. φρ. «στέφος ἐξεπέτασσε» σκόρπισε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»