-
1 κύλικας
κύλιξcup: fem acc pl -
2 περι-ελαύνω
περι-ελαύνω (s. ἐλαύνω), herumtreiben; aus Hom. rechnet man als Tmesis hierher περὶ δ' ἕρκος ἔλασσε, Il. 18, 564, u. pass. περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται, Od. 7, 113, einen Zaun herumziehen; τὰς κύλικας, die Becher schnell die Runde gehenlassen, Xen. Conv. 2, 27. – Intr., wobei man ἵππον, ἅρμα u. dgl. ergänzen kann, herumreiten, -fahren, Her. 1, 106, Thuc. 7, 44, Xen. Cyr. 1, 4, 24 u. sonst. – Pass. umgeben, umzingelt werden, περιελαυνόμενος τῇ στάσει, Her. 1, 60. – Pol. vrbdt das med. oft mit dem acc., Etwas für sich zusammentreiben, zusammenbringen, περιελασάμενος λείας πλῆϑος ἱκανόν, 4, 59, 1; bes. σώματα καὶ ϑρέμματα, 4, 29, 6 u. öfter; u. dah. pass., ἡ περιελαϑεῖσα λεία, 5, 95, 10.
-
3 περιελαυνω
(fut. περιελάσω - атт. περιελῶ, pf. περιελήλακα)1) гнать вокруг, т.е. передавать вкруговую (из рук в руки)(τὰς κύλικας Xen.)
2) med. сгонять отовсюду(ἥ περιελαθεῖσα λεία Polyb.)
π. σώματα καὴ θρέμματα Polyb. — захватывать рабов и скот3) изгонять, прогонять, теснить(τινά τινι Arph.)
περιελαυνόμενός τινι Her. — теснимый, т.е. вынужденный чем-л.4) проводить вокруг(ἕρκος Hom.; αὔλακα βαθεῖαν Plut.)
5) объезжать, проезжать(τὸ στρατόπεδον Xen.)
τοὺς πεπτωκότας περιελαύνων ἐθεᾶτο Xen. — (Астиаг), объезжая (поле сражения), осматривал павших -
4 χειλοποτεω
-
5 εὔζωρος
εὔζωρος, ον,A quite pure, unmixed, of wine, Hp.Morb.3.14, E.Alc. 757, Ar.Ec. 227: [comp] Comp. - ότερος, εὐζωρότερον.., ὦ παῖ, δός Diph.58
, cf. Cratin.412, Eup.382; alsoκέρασον εὐζωρέστερον Antiph.139
;πίνειν.. κύλικας εὐζωρεστέρας Eub.150.8
( = Ephipp.3.11), cf. Lyr.Adesp.p.681 Bgk.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔζωρος
-
6 λαβροποτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβροποτέω
-
7 περιελαύνω
A , etc.:— drive round, τὰς κύλικας π. push the cups round, X.Smp.2.27, Poll.6.30 ; drive, round up cattle, etc. as booty,λείαν πολλήν Parth.20.1
, App.Hann.12 ; [ πρόβατα] Palaeph.18;βοῦς Porph.Abst.2.30
:—also in [voice] Med., Plb.4.29.6, etc.2 drive about, harass,οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις Ar. Eq. 887
; περιελῶ σ' ἀλαζονείαις (Elmsl. for - είας) ib. 290 :—[voice] Pass.,περιελαυνόμενος τῇ στάσι Hdt.1.60
; .3 draw or build round,περὶ δ' ἕπκος ἔλασσε Il.18.564
;περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν Od.7.113
;ἐληλαμέναι πέρι πύργον A.Pers. 872
(lyr.);π. αὔλακα βαθεῖαν Plu.Rom.11
.II seemingly intr. (sc. ἅρμα, ἵππον, etc.), drive or ride round, Hdt.1.106, Th.7.44, X.Cyr.1.4.24, Eq.Mag.3.2 ;εἰς τὸ ὄπισθεν Id.Cyr.7.1.36
: c. acc. loci, ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ as much ground as.., Hdt.4.7, cf. X.Cyr.4.2.32.2 metaph., have recourse,οὐδὲ ἐς ὁτιοῦν περιελᾷ ψεῦδος Philostr.VA7.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιελαύνω
-
8 σπονδή
A drink-offering, of wine poured out to the gods before drinking,σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes.Op. 338
; οὐ σπονδῇ χρέωνται [οἱ Πέρσαι] Hdt.1.132;ἦν δὲ κἀμπέλου σπονδή S.Fr. 398
; σπονδὴ θεοῦ a drink-offering to a god, E.Cyc. 469;ἔγχει δὴ σπονδήν Ar. Pax 1102
, cf. Antipho 1.19, Berl.Sitzb.1927.169 ([place name] Cyrene);σ. ἐγκανάξαι Ar.Eq. 106
; σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπεῖσαι, A.Supp. 982, E.El. 511;Διοσκόρων μέτα σπονδῶν μεθέξεις Id.Hel. 1668
, cf. Ba.45; σπονδὰς ποιεῖσθαι, ποιεῖν, Antipho 1.18, Men.273, etc.; τρίτας σπονδὰς ποιήσαντες (where pl. is used of a single libation) X.Cyr.2.3.1, cf.τριτόσπονδος; σπονδὴ σπονδή· εὐφημεῖτε εὐφημεῖτε Ar. Pax 433
;σπονδῶν μετεῖχε καὶ εὐχῶν D. 19.128
; περὶ σπονδὰς καὶ κύλικας εἶχον were engaged in feasting, Hdn.4.11.4; of the rites of hospitality, D.19.189.II pl., σπονδαί a solemn treaty or truce (because solemn drink-offerings were made on concluding them, D.S.3.71 [here in sg.]; ; distd. fr. εἰρήνη, And.3.11);σ. τοῦ πολέμου Aeschin.2.172
; αἱ Λακεδαιμονίων ς. the truce with them, Th.1.35; αἱ πρός τινα ς. ib.44, etc.; σπονδὰς φέρειν to offer a truce, E.Ph.97;παραδιδόναι Ar.Eq. 1389
; προκαλεῖσθαι ib. 796;δέχεσθαι Th.5.21
, 30; ;σ. εἵλετο X.HG3.2.1
;σπονδῶν τυχεῖν Id.An.3.1.28
; σ. ποιήσασθαί τινι make a truce with any one, Hdt.1.21;πρός τινας Ar.Ach.52
, 131; less freq.,σ. ποιεῖν Th.5.76
; σ. σπένδεσθαι (v. σπένδω) ; ὀμνύειν Foed.ib.5.23;σ. γενέσθαι Hdt.7.149
; ἐπὶ τούτοις on these conditions, Th.4.16;σπονδέων ἐουσέων Hdt.7.149
;τῶν σ. προκεχωρηκυιῶν Th.1.87
;αἱ σ. μενόντων X.An.2.3.24
; σπονδὰς τέμωμεν (on the false analogy of ὅρκια τ.) E.Hel. 1235;τὰς σ. μέλλειν ἀπορρηθήσεσθαι Lys.22.14
;ξυγχέαι Th.5.39
, cf. 1.146; λύειν ib.78, etc.; , cf. X.An.4.1.1, D.19.191;σπονδῶν σύγχυσις Pl.R. 379e
; ἐμμενῶ ταῖς σπονδαῖς Foed. ap. Th.5.18; σπονδὰς ποιησαμένους τὰ περὶ Πύλον,= σπεισαμένους τὰ π. Π., having made a truce as regards.., Id.4.15; σ. τοῖς σώμασιν, ὥστε ἀπελθεῖν a safe-conduct, Aeschin.2.141.2 esp. the Truce of God during the Olympic games, etc., αἱ Ὀλυμπιακαὶ ς. Th.5.49; λέγοντες μὴ ἐπηγγέλθαι πω ἐς Λακεδαίμονα τὰς ς. ibid.; during the Eleusinian mysteries, Aeschin.2.133, IG12.6.48,68, al.2 douceur, gratuity, σ. παιδαρίοις ib.1207.10 (ii A.D.), etc. -
9 χοάνη
A funnel, δίκην δὲ χοάνης (fort. ἀκοῇ δὲ χοάνην)ὦτα διετετρήνατο Ar.Th.18
, cf. Ph.1.245;κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης Pherecr.108.31
;καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης Pl.R. 411a
; as a name of the throat, Alex.Aphr.Pr.2.3; as nickname of a great drinker, Ath.10.436e.2 Medic., funnelshaped hollow in the brain, also called ληνός, πύελος, Herophil. ap. Theophil.Corp.Fabr.4.5.5. -
10 περιελαύνω
περι-ελαύνω, herumtreiben; περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται, einen Zaun herumziehen; τὰς κύλικας, die Becher schnell die Runde gehenlassen. Intr., herumreiten, -fahren. Pass. umgeben, umzingelt werden; mit dem acc., etwas für sich zusammentreiben, zusammenbringen
См. также в других словарях:
κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… … Dictionary of Greek
κύλικας — κύλιξ cup fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
POCULUM — I. POCULUM primo vola fuit, quod Diogenes non erubuit didicisse, a quodam, quem cavâ manu exceptam auqam oriadmovere vidit, abiectô hinc vasculo suô potoriô, tamquam supellectile non necessariâ, eius simplicitatem in posterum imitaturus. Verum… … Hofmann J. Lexicon universale
καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… … Dictionary of Greek
κυαθόφυλλο — (Cyathophyllum). Γένος ζωικών οργανισμών της οικογένειας των κυαθοφυλλιδών, της ομοταξίας των ανθοζώων, το οποίο έχει εκλείψει. Το γένος περιλάμβανε κοράλλια ποικίλης μορφής, άλλοτε με σχήμα κύλικας ή κυλίνδρου και άλλοτε όμοια με δεσμώδεις ή… … Dictionary of Greek
κύλικα — η βλ. κύλικας … Dictionary of Greek
κύλιξ — Είδος αγγείου της αρχαιότητας. Επρόκειτο για πολύ πλατύ και χαμηλό κύπελλο που έφερε δύο οριζόντιες λαβές, ψηλό πόδι και διακοσμήσεις στην εξωτερική και στην εσωτερική επιφάνειά της. Ήταν πολύ δημοφιλές κατά την ύστερη αρχαϊκή και την κλασική… … Dictionary of Greek
ονήσιμος — I (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αγγειογράφος του ερυθρόμορφου ρυθμού, το όνομα του οποίου συμπληρώνεται από μερικούς ειδικούς σε υπογραφή κύλικας του αγγειοπλάστη και αγγειογράφου Ευφρόνιου. Το αγγείο περιλαμβάνεται στα εκθέματα του Μουσείου… … Dictionary of Greek
πελλητήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που αρμέγει σε πέλλα 2. (στους Βοιωτούς) κύλικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα (η)τήρ (πρβλ. αυλη ήρ)] … Dictionary of Greek
πεντώβολος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε οβολών 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πεντώβολον αντί ημερήσιας αμοιβής πέντε οβολών 3. φρ. «κυλίκιον τοῡ πεντωβόλου» κύλικας χωρητικότητας οίνου που αξίζει πέντε οβολούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ώβολος (<… … Dictionary of Greek
περιελαύνω — Α [ελαύνω] 1. περιφέρω από τον έναν στον άλλο («θᾱττον περιελαύνοντας τοὺς κύλικας», Πολυδ.) 2. αρπάζω ως λεία («περιελασάμενοι σώματα καὶ θρέμματα», Πολ.) 3. παρενοχλώ, βασανίζω («οἶοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) 4. κατασκευάζω κάτι … Dictionary of Greek