Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
κύδαρος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
κύδαρος — κύδαρος, ὁ, και κύδαρον, τὸ (Α) είδος μικρού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κύδαρος — small ship masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύδαροι — κύδαρος small ship masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδάρου — κύδαρον small ship neut gen sg κύδαρος small ship masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύδαρον — small ship neut nom/voc/acc sg κύδαρος small ship masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)