Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

κόπις

  • 1 Knife

    subs.
    P. and V. μχαιρα, ἡ, κοπς, ἡ (Xen. also Ar.).
    Knife for leather work: P. τομεύς, ὁ.
    Knife for pruning or carving: Ar. and P. σμλη, ἡ.
    Sacrificial knife: V. σφαγς, ἡ, σφαγεύς, ὁ.
    Dagger: Ar. and P. ξιφδιον, τό, P. ἐγχειρίδιον, τό, P. and V. μχαιρα, ἡ.
    War to the knife: P. and V. πόλεμος ἄσπονδος, ὁ, P. πόλεμος ἀκήρυκτος, ὁ.
    It is not like a wise physician to mutter charms over a wound that needs the knife: V. οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι (Soph., Aj. 581).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Knife

См. также в других словарях:

  • κοπίς — κοπίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κοπίδα …   Dictionary of Greek

  • κοπίς — chopper fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπις — (I) κόπις, ἡ (ΑM) [κοπή] 1. το κεντρί 2. μτφ. ανησυχία. (II) κόπις, ιδος, ὁ (Α) φλύαρος, ψευδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή. Παρόμοια σημασιολογική απόχρωση παρατηρείται και στο β συνθετικό κόπος (< κόπος) τού δημο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • κόπις — κόπῑς , κόπις prater fem acc pl (epic doric ionic aeolic) κόπις prater fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπεῖσι — κόπις prater fem dat pl (attic epic) κόπτω cut aor part pass masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπεῖσιν — κόπις prater fem dat pl (attic epic) κόπτω cut aor part pass masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπίδα — κοπίς chopper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπίδας — κοπίς chopper fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπίδες — κοπίς chopper fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπίδι — κοπίς chopper fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπίδος — κοπίς chopper fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»