-
1 κήδομαι
-
2 κήδομαι
опекать (кого-л.), заботиться (о ком-чём-л.); беречь (кого-что-л.);δεν κήδομαι της υγείας μου — не беречь своё здоровье
-
3 περικηδομαι
дор. περικάδομαι (κᾱ) (только praes. и impf.) горячо заботиться(τινος Hom., Pind.)
π. βιότου τινί Hom. — заботиться о чьём-л. имуществе -
4 προκηδομαι
См. также в других словарях:
κήδομαι — (ΑΜ κήδομαι) βλ. κήδω … Dictionary of Greek
κήδομαι — κήδω trouble pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
Funeral — This article is about the ceremony. For other uses, see Funeral (disambiguation). The funeral of Pope John Paul II A funeral is a ceremony for celebrating, sanctifying, or remembering the life of a person who has died. Funerary customs comprise… … Wikipedia
επικήδομαι — ἐπικήδομαι (AM) φροντίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κήδομαι «φροντίζω»] … Dictionary of Greek
κήδω — (ΑΜ κήδω) μέσ. κήδομαι ενδιαφέρομαι φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «τῶν ἁπανταχοῡ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ. β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», Ομ. Ιλ. γ. «ἔγωγέ σ , εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», Αριστοφ … Dictionary of Greek
κεδνός — κεδνός, ή, όν (Α) 1. (για πρόσ.) ενεργ. 1. φροντιστικός, προσεκτικός, επιμελής, ικανός, πιστός («κεδνός οἰακοστρόφος», Αισχύλ.) 2. ευγενής («παρθένον κεδνάν», Πίνδ.) 3. παθ. αγαπητός, αυτός που τόν φροντίζουν, που τόν αγαπούν («κεδνότατοι καὶ… … Dictionary of Greek
κηδομένως — (Α) επίρρ. με φροντίδα, με προνοητικότητα («κηδομένως ἔχω» είμαι προνοητικός, φροντίζω, Αριστείο.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηδόμενος, μτχ. ενεστ. του κήδομαι «φροντίζω»] … Dictionary of Greek
περικήδομαι — και δωρ. τ. περικάδομαι Α φροντίζω και ανησυχώ πάρα πολύ για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κήδομαι «φροντίζω»] … Dictionary of Greek
προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με … Dictionary of Greek
προκήδομαι — Α φροντίζω, προνοώ για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κήδομαι «φροντίζω, νοιάζομαι»] … Dictionary of Greek