-
1 Advantageous
adj.Beneficial: P. and V. σύμφορος, συμφέρων, χρήσιμος, πρόσφορος, Ar. and P. ὠφέλιμος, Ar. and V. ὠφελήσιμος, V. ὀνήσιμος.Suitable: P. ἐπίκαιρος.Be advantageous, v.: P. and V. συμφέρειν, ὠφελεῖν, Ar. and P. λυσιτελεῖν, V. λύειν τέλη or λύειν alone; see Profit.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Advantageous
-
2 Profitable
adj.Advantageous: P. and V. σύμφορος, συμφέρων, πρόσφορος, Ar. and P. ὠφέλιμος, Ar. and V. ὠφελήσιμος, V. ὀνήσιμος; see Advantageous.Be profitable: use profit, v.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Profitable
См. также в других словарях:
κέρδιστος — κέρδιστος, ίστη, ον (Α) 1. πάρα πολύ πανούργος, δολιότατος («Σίσυφος... ὃ κέρδιστος γένετ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ωφελιμότατος («πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς γνώμης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος. Χρησιμοποιείται ως υπερθετικός βαθμός τού επιθ.… … Dictionary of Greek
κέρδιστος — κερδίων more profitable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
ρίγιον — Α επίρρ. (συγκρ. τού ῥῑγος) 1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.) 2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός τού ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος] … Dictionary of Greek
kerd-2 — kerd 2 English meaning: talent, craft; talented Deutsche Übersetzung: etwa “handwerksmäßig geschickt, klug berechnend” Material: Gk. κέρδος n. “profit, gain, benefit, advantage”, κερδίων “nũtzlicher, ersprießlicher”, κέρδιστος… … Proto-Indo-European etymological dictionary