-
1 гнуть
κάμπτω, λυγίζω, κυρτώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гнуть
-
2 загибать
κάμπτω, πτύσσω, λυγίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загибать
-
3 загнуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.1. μ. αναδιπλώνω, αναστρέφω, γυρίζω• κάμπτω, λυγίζω•-угол страницы διπλώνω τη γωνία της σελίδας (του φύλλου)•
загнуть кава αναδιπλώνω τα μανίκια•
загнуть палец κάμπτω το δάχτυλο.
2. (απλ.) στρίβω, γυρίζω, κόβω•загнуть за угол στρίβω στη γωνία.
3. μτφ. το παρακάνω, περνώ τα όρια. || βωμολοχώ, βρίζω χυδαία.εκφρ.загнуть пирог – απλ. φτιάχνω πίττα•загнуть салазки – (απλ.) αναστρέφω τα πόδια.1. διπλώνω, -ομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. (απλ.) πεθαίνω, τινάζω τα πέταλα, τα κακαρώνω. -
4 перегнуть
-гну, -гншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегнутый, βρ: -гнут, -а, -оρ.σ.μ.1. διπλώνω•перегнуть лист бумаги пополам διπλώνω το φύλλο χαρτιού στα δυό.
|| λυγίζω, κάμπτω•голову κάμπτω το κεφάλι.
2. παρακάμπτω, λυγίζω πάνω από το κανονικό.3. μτφ. ενδίδω, κα•перегнуть ч μπτομαι, λυγίζω, τα διπλώνω, υπείκω.
εκφρ.перегнуть палку – το παρακάνω, το παραξηλώνω.διπλώνομαι. || (για σώμα) κάμπτομαι, λυγίζω. -
5 выгибать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгибать
-
6 изгибание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгибание
-
7 отбортовывать
(загибать кромку листовой заготовки) κάμπτω, λυγίζω, στρα-ντζάρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отбортовывать
-
8 сгиб
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сгиб
-
9 выгибать
выгибатьнесов λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω:\выгибать спину λυγίζω τή ράχη μου. -
10 гиуть
гиутьнесов1. λυγίζω, κυρτώνω, κάμπτω·2. перен τείνω, ἀποβλέπω:куда он гнет? ποῦ ἀποβλέπει;· ◊ \гиуть спину (или шею) σκύβω τή ράχη (или τόν αὐχένα). -
11 загибать
загиб||атьнесов1. λυγίζω (μετ.), κάμπτω, διπλώνω·2. (преувеличивать) разг τά παραλέω, τά παραφουσκώνω. -
12 изгибать
изгиб||атьнесов σκύβω, λυγίζω (μετ.), κάμπτω. -
13 наклонять
наклонятьнесов σκύβω, κάμπτω, κλίνω / λυγίζω (нагибать). -
14 преклонять
преклонятьнесов σκύβω, κάμπτω, κλίνω:\преклонять колена γονατίζω (а.иег.), κύπτω τό γόνυ, γονυπετώ. -
15 пригибать
пригибатьнесов λυγίζω (μετ.), κάμπτω. -
16 сгибать
сгибатьнесов κάμπτω, λυγίζω, διπλώνω. -
17 наклонять
[νακλανγιάτ"] ρ. σκύβω, κάμπτω -
18 сгибать
[ζγκιμπάτ"] ρ. κάμπτω, διπλώνω -
19 наклонять
[νακλανγιάτ"] ρ σκύβω, κάμπτω -
20 сгибать
[ζγκιμπάτ"] ρ κάμπτω, διπλώνω
См. также в других словарях:
κάμπτω — kam̃p as pres subj act 1st sg κάμπτω kam̃p as pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτω — κάμπτω, έκαμψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
κάμπτω — έκαμψα, κάμφθηκα 1. λυγίζω κάτι: Πιτυοκάμπτης λεγόταν αυτός που έκαμπτε τις κουκουναριές. 2. κάνω στροφή: Το αεροπλάνο έκαμψε ανατολικά. 3. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι: Με έκαμψαν τα βάσανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμπτῷ — καμπτός flexible masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτον — κάμπτω kam̃p as pres part act masc voc sg κάμπτω kam̃p as pres part act neut nom/voc/acc sg κάμπτω kam̃p as imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κάμπτω kam̃p as imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτεσθε — κάμπτω kam̃p as pres imperat mp 2nd pl κάμπτω kam̃p as pres ind mp 2nd pl κάμπτω kam̃p as imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτετε — κάμπτω kam̃p as pres imperat act 2nd pl κάμπτω kam̃p as pres ind act 2nd pl κάμπτω kam̃p as imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτῃ — κάμπτω kam̃p as pres subj mp 2nd sg κάμπτω kam̃p as pres ind mp 2nd sg κάμπτω kam̃p as pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμψαι — κάμπτω kam̃p as aor imperat mid 2nd sg κάμπτω kam̃p as aor inf act κάμψαῑ , κάμπτω kam̃p as aor opt act 3rd sg κάμψη ebulus fem nom/voc pl κάμψᾱͅ , κάμψη ebulus fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμψει — κάμπτω kam̃p as aor subj act 3rd sg (epic) κάμπτω kam̃p as fut ind mid 2nd sg κάμπτω kam̃p as fut ind act 3rd sg κάμψις bending fem nom/voc/acc dual (attic epic) κάμψεϊ , κάμψις bending fem dat sg (epic) κάμψις bending fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)