Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

κώμη

  • 1 District

    subs.
    Ar. and P. δῆμος, ὁ, χωρίον, τό.
    Quarter of a town: P. κώμη, ἡ.
    Division of land in Egypt: P. νομός, ὁ (Plat., Tim. 21E).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > District

  • 2 Hamlet

    subs.
    P. κώμη, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hamlet

  • 3 Quarter

    subs.
    Fourth part: use P. and V. τέταρτον μέρος.
    Region: P. and V. χώρα, ἡ, τόπος, ὁ, or pl.
    Hand direction: P. and V. χείρ, ἡ.
    From what quarter: interrogative, P. and V. πόθεν; indirect, ὅποθεν.
    From another quarter: P. and V. ἄλλοθεν.
    From all quarters: P. and V. πάντοθεν, Ar. and P. πανταχόθεν.
    From no quarter: P. οὐδαμόθεν.
    From some quarter or other: P. and V. ποθέν ( enclitic).
    All is well in that quarter: V. καλῶς τά γʼ ἐνθένδε (Eur., Or. 1277).
    Quarter of a town: P. μέρος, τό (Thuc. 2, 15), κώμη, ἡ.
    Pardon: P. and V. συγγνώμη, ἡ, V. σύγγνοια, ἡ.
    Give quarter: P. and V. φείδεσθαι (also with gen. of object).
    Give no quarter ( in battle): P. μηδαμῶς ζωγρεῖν (Plat., Legg. 868B).
    ——————
    v. trans.
    Billet: P. καταστρατοπεδεύειν (Xen.), V. εὐνάζειν, κατευνάζειν (Eur., Rhes.); see Billet.
    Be quartered: P. σκηνεῖν, V. κατευνάσθαι (perf. pass. of κατευνάζειν), (Eur., Rhes. 611).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Quarter

  • 4 Village

    subs.
    P. κώμη, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Village

  • 5 Ward

    v. trans.
    Defend: P. and V. μύνειν (dat.).
    Guard: P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν; see Guard.
    Ward off: P. and V. μύνειν (τί τινι), πέχειν (τί τινος), πείργειν (τι), V. ἀρκεῖν (τί τινι), ρήγειν (τί τινι), Ar. and P. παμνειν (τι).
    To ward off the foeman's spear from the mother who bore him: V. εἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ (Æsch., Theb. 416).
    Ward off from oneself: P. and V. μύνεσθαι (acc.), V. ἐξαμύνεσθαι (acc.), λέξεσθαι (acc.) (also Xen. but rare P.).
    Warding off the darts: V. φρουρούμενος βέλεμνα (Eur., And. 1135).
    He held his arms before him and warded off the blows: V. προὔτεινε τεύχη κἀφυλάσσετʼ ἐμβολάς (Eur., And. 1130).
    Avert: P. and V. ποτρέπειν, ποστρέφειν, πωθεῖν; see Avert.
    Repel: P. and V. πελαύνειν, διωθεῖσθαι, πωθεῖν; see Repel.
    ——————
    subs.
    Protection: P. and V. φυλακή, ἡ.
    Confinement: P. φυλακή, ἡ; see Guard.
    Put in ward: P. εἰς φυλακὴν ποιεῖσθαι.
    Watch: P. and V. φυλακή, ἡ, φρουρά, ἡ, V. φρούρημα, τό; see Watch.
    Division of a town: P. κώμη, ἡ; see Quarter.
    One left without parents: use adj., P. and V. ὄρφανος, ὁ or ἡ.
    Be a ward, v.: use P. ἐπιτροπεύεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ward

См. также в других словарях:

  • κώμη — unwalled village fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμῃ — κώμη unwalled village fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • κώμη — η συνοικισμός μεγαλύτερος του χωριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Κώμη — Sp Ãno Kòmė Ap Άνω Κώμη/Ano Komi L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άνω Κώμη — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 1.533 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στη λεκάνη του Αλιάκμονα και στα ΝΑ της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελιμείας …   Dictionary of Greek

  • Καλή Κώμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 200 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, 95 χλμ. Δ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Κώμη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 348 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 13 χλμ. Ν της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελιμείας …   Dictionary of Greek

  • Νέα Κώμη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας …   Dictionary of Greek

  • Πανός κώμη — Παράλια αρχαία πόλη στην Ερυθρά. Λεγόταν και Πανών. Ο Πτολεμαίος την ονομάζει Πανώ, Πανοκώμη και Πάνωπτον. Το όνομά της δεν έχει σχέση με τον Πάνα. Πρόκειται για μεταφορά στην ελληνική της ονομασία της λέξης Μπάνα, που διασώθηκε μέχρι τις ημέρες… …   Dictionary of Greek

  • κώμηι — κώμῃ , κώμη unwalled village fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»