-
1 смолообразование
η ρητίνωση, η κομ-μίωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смолообразование
-
2 компресс
компресс м η κομπρέσα согревающий \компресс η ζεστή κομ πρέσα поставить \компресс βάζω κομπρέσα* * *мη κομπρέσαсогрева́ющий компре́сс — η ζεστή κομπρέσα
поста́вить компре́сс — βάζω κομπρέσα
-
3 комод
комодм τό κομ(μ)ό, ἡ ίματιοθήκη. -
4 комсомольский
комсомол||ьскийприл τής Κομσομόλ, κομ-σομόλικος:\комсомольскийьский билет τό κομσομόλι-κο βιβλιάριο. -
5 напыщенность
напыщенн||остьж ὁ στόμφος, ἡ κομ-πορρημοσύνη, ἡ μεγαλαυχία. -
6 непартийный
непартийныйприл1. (не являющийся членом партии) ἐξωκομματικός, μή κομ· ματικός:\непартийный большевик ὁ ἐξωκομματικός μπολσεβίκος·2. (антипартийный) ἀντι-κομματικός:\непартийный посту́пок ἡ ἀντικομμα-τική πράξη. -
7 организация
организацияж1. (действие) ἡ ὁργάνωσης [-ις], ἡ διοργάνωση, ἡ συγκρότηση:\организация труда ἡ ὁργάνωση τής ἐργασίας·2. (учреждение) ἡ ὁργάνωση, ὁ ὁργανισμός:партийная \организация ἡ κομματική ὀργάνωση· комсомо́льская \организация ἡ ὁργάνωση τοῦ Κομ-σομόλ· международная \организация ἡ διεθνής ὁργάνωση, ὁ διεθνής ὁργανισμός· Организация Объединенных Наций (ООН) ὁ 'Οργανισμός τῶν Ηνωμένων Έθνῶν (ΟΗΕ)· массовая \организация ἡ μαζική ὁργάνωση·3. (сложение человека) ὁ ὁργανισμός, ἡ ἰδιοσυγκρασία, ἡ κρᾶσις:человек слабой \организацияии ἄνθρωπος μέ ἀδύνατη κράση, ἄνθρωπος μέ ἀσθενή ὁργανισμό. -
8 примочка
примочк||аж ἡ κομπρέσσα:глазная \примочка τό κολλύριο[ν]· класть \примочкаи βάζω κομ-πρέσσες. -
9 строительство
строительствос ἡ οίκοδόμηση [-ις], ἡ οἰκοδομή:дорожное \строительство ἡ ὁδοποιία· жилищи́ое \строительство ἡ οἰκοδόμηση κατοικιών \строительство коммунизма ἡ οἰκοδόμηση τοϋ κομ-μουνισμοῦ· культу́рное \строительство ἡ πολιτιστική οἰκοδόμηση. -
10 хвастливый
хваст||ливыйприл καυ-χησιάρης, κομπορρήμων, παινεσιάρης, κομ-παστικός, στομφαστικός. -
11 щеголять
щеголятьнесов1. στολίζομαι, κομ-ψύομαι·2. перен (чем-л.) κορδώνομαι, καμαρώνω/ ἐπιδεικνύομαι, κάνω ἐπίδειξη (выставлять напоказ):\щеголять знаниями κάνω ἐπίδειξη γνώσεων. -
12 гуськом
[γκουσ'κόμ] εκίρ. ο ένας πίσω απ’ τον άλλον -
13 комод
[καμότ] ουσ. α κομ(μ)ό -
14 гуськом
[γκουσ'κόμ] επίρ ο ένας πίσω απ’ τον άλλον -
15 комод
[καμότ] ουσ α κομ (μ)ό -
16 центризм
-а α.κεντρισμός (για πολιτικά κόμ.\χατα).
См. также в других словарях:
κομ(μ)έρκι(ο)ν — και κουμμέρκι(ο)ν, τὸ (Μ) 1. το τελωνείο 2. τελωνειακός δασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commercium «εμπόριο»] … Dictionary of Greek
κομ(μ)ατοπούλι(ν) — κομ(μ)ατοπούλι(ν), τὸ (Μ) μικρό κομμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι + πούλι(ν) (< πουλο < πουλος < λατ. pullus «νεοσσός», πρβλ. βασιλό πουλο)] … Dictionary of Greek
κομ(μ)ερκιάριος — και άρης, ὁ (Μ) 1. επιτετραμμένος για την είσπραξη τών τελωνειακών δεσμών 2. προϊστάμενος τελωνείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commerciarius «εμπορικός συνέταιρος» (< λατ. commercium «εμπόριο»)] … Dictionary of Greek
Κομ ή Κουμ — (Qom). Πόλη (777.677 κάτ. το 1996) του Ιράν, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (11.237 τ. χλμ., 971.280 κάτ. το 2002). Βρίσκεται στα όρια του οροπεδίου της Τεχεράνης και της ερήμου Ντάχτι Κεβίρ, στον δρόμο που οδηγεί από την Τεχεράνη στο Ισπαχάν.… … Dictionary of Greek
Κομ Όμπο — (Kawm Umb). Πόλη (60.900 κάτ. το 2003) της Άνω Αιγύπτου, στην επαρχία Ασουάν. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Νείλου, 50 χλμ. από την πόλη Ασουάν. Η Κ.Ο. ιδρύθηκε στα χρόνια των Πτολεμαίων με την ονομασία Νουβίτις, σε λόφο που δεσπόζει στην… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… … Dictionary of Greek
καταφρονίζω — (Μ καταφρονίζω) υποτιμώ την αξία κάποιου πράγματος, περιφρονώ κάτι («λίθον πολλὰ πολύτιμον... ποὺ τὸν καταφρονίζει», Σουμμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. < κατ ε φρόν ησ α, αόρ. τού καταφρον ῶ, κατά το σχήμα ἐ κόμ ισ α: κομ ίζω] … Dictionary of Greek
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek
σχιίτες — Αναφέρονται και ως σιίτες. Οπαδοί μιας από τις δυο μεγάλες υποδιαιρέσεις του Ισλαμισμού: σουννισμό και σχιισμό. Η λέξη προέρχεται απ’ το αραβικό σι’α «μερίδα»: οι σ. είναι δηλαδή η «μερίδα του Αλή», που σχηματίστηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά … Dictionary of Greek