-
1 κόλπος
[колпос] ουσ. а. заливΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κόλπος
-
2 пазуха
1. (углубление между зубьями пилы) το βαθούλωμα ανάμεσα στα δόντια του πριονιού 2. анат. η κοιλότητα, το άντρο, ο κόλποςверхнечелюстная (гайморова) - ο γναθιαίος κόλπος, το ιγμόρειον άντρον3. бот. η κοιλότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пазуха
-
3 залив
-
4 залив
-а α.κόλπος•коринфский залив κορινθιακός κόλπος.
|| διάχυση δυνατών ήχων. -
5 бухта
I.(залив) о κολπίσκος, ο κόλπος, о όρμος.II.(круг сложенного витком каната, проволоки, троса и т.п.) η σπείραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бухта
-
6 влагалище
1. бот. о κολεός, η θήκη 2. анат. о κόλπος (της μήτρας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > влагалище
-
7 губа
1. (зажимная) η σιαγών/σιαγόνα σύσφιξης 2. (мор) ο κόλπος, ο ορμός 3. (анат) το χείλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > губа
-
8 залив
геогр. о κόλπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залив
-
9 ковш
1. (мет., подъёмно-транспортных машин) о κάδοςпромежуточный мет. - ενδιάμεσος -2. мор. ο κόλπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ковш
-
10 предсердие
анат. о κόλπος της καρδιάς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предсердие
-
11 Ботнический залив
-
12 персидский
-
13 Персидский залив
-
14 Салоникский залив
-
15 Саронический залив
-
16 влагалище
влагалищес1. анат. ὁ κόλπος τής μήτρας, ὁ κολεός·2. бот. ὁ κολεός, ἡ θήκη, τό περικάλυμμα. -
17 губа
губа Iж τό χείλος, τό χείλι:надуть гу́бы σουφρώνω τά χείλια, κατεβάζω τά μούτρα· ◊ у него губа не ду́ра погов. αὐτός ξέρει νά διαλέγει.губ||а IIж геогр. (залив) ὁ κόλπος, ὁ ὀρμος, ὁ κολπίσκος. -
18 залив
заливм ὁ κόλπος, ὁ δρμος. -
19 ковш
ковшл1. ὁ σίκλος, ὁ κάδος, τό ἀντ-λητήριο[ν]·2. тех. ὁ ἀντλητήρας / ἡ κουτάλα (литейный)·3. мор. ὁ κόλπος, τό λιμάνι. -
20 лоно
лон||ос уст. ὁ κόλπος, ἡ ἀγκάλη· ◊иа \лоное природы στήν ὑπαιθρο, στήν ἀγκαλιά τής φύσης· в \лоно церкви είς τους κόλπους τής ἐκκλησίας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κόλπος — κόλπος, ο και κόρφος, ο 1. στήθος. 2. αγκαλιά: Την έσφιξε στους κόλπους του. 3. περιβάλλον: Γύρισε στους κόλπους της οικογένειάς της. 4. τμήμα θάλασσας που μπαίνει βαθιά στην ξηρά: Έχουν αγκυροβολήσει στον Κορινθιακό κόλπο. 5. συμφόρηση, νταμπλάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόλπος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
Κόλπος Ορφανού — Sp Strimòno įlanka Ap Στρυμονικός Κόλπος/Strymonikos Kolpos Sp Orfãno įlanka Ap Κόλπος Ορφανού/Kolpos Orfanou L Egėjo j., ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κόλπος Άγιου Όρους — Sp Ãgios Òro įlanka Ap Κόλπος Άγιου Όρους/Kolpos Agiou Orous L Egėjo j., ŠR Graikija (Chalkidikė) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κόλπος Ιερισσού — Sp Jeriso įlanka Ap Κόλπος Ιερισσού/Kolpos Ierissou L prie Chalkidikės r krantų, ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κόλπος Κισσάμοu — Sp Kisãmo įlanka Ap Κόλπος Κισσάμοu/Kolpos Kissamou L prie Kretos š vakarų, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κόλπος Σούδαs — Sp Sùdos įlanka Ap Κόλπος Σούδαs/Kolpos Soudas L Egėjo j., Graikija (Kreta) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Θερμαϊκός κόλπος — Κόλπος που σχηματίζεται στη βορειοδυτική άκρη του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ της χερσονήσου της Χαλκιδικής στα ανατολικά και των ακτών των νομών Θεσσαλονίκης, Ημαθίας και Πιερίας στα δυτικά. Από τον μυχό του έως την είσοδό του έχει μήκος 78 μίλια… … Dictionary of Greek
Μαλιακός κόλπος — Κόλπος της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ανάμεσα στη Φθιώτιδα και στη Λοκρίδα. Είναι γεωλογικό δημιούργημα του ρήγματος το οποίο σχημάτισε και τον Ευβοϊκό κόλπο. Αρχίζει από τα ακρωτήρια Καραβοφάναρο και Χιλιομίλι, στο εσωτερικό του σχηματίζονται… … Dictionary of Greek
Λακωνικός κόλπος — Κόλπος (πλάτος περ. 20 μίλια) στη νότια Πελοπόννησο ανάμεσα στις χερσονήσους της Μάνης στα Δ, που καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο, και Έλους ή Επιδαύρου Λιμηράς στα Α, που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας. Η είσοδός του ανοίγεται μεταξύ του… … Dictionary of Greek