Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κόκκινος

  • 1 κόκκινος

    [коккинос] ас. красный

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κόκκινος

  • 2 красный

    κόκκινος, ερυθρός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > красный

  • 3 красный

    красн||ый
    прил в разн. знач. κόκκινος, ἐρυθρός:
    Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός, ὁ 'Ερυθρός Στρατός· \красныйое знамя ἡ κόκκινη σημαία, ἡ ἐρυθρά σημαία· \красныйая гли́на τό κοκκινόχωμα, ἡ ἐρυθρά ἄργιλλος· \красныйая капуста τό κόκκινο λάχανο· \красный перец τό κόκκινο πιπέρι· ◊ \красныйая доска ὁ κόκκινος πίνακας, ὁ πίνακας τιμής· \красный уголо́к ἡ κόκκινη γωνιά, ἡ αίθουσα (δωμάτιο) ἐκπολιτισμοῦ· \красныйое вино τό μαΰρο (или τό κόκκινο) κρασί· \красныйое дерево τό ἀνακάρδιο, τό μαόνι, τό ἀκάϊον \красныйая рыба τό κοκκινόψα-ρο, τό ἐρυθρόψαρο· \красныйая строка ἡ νέα παράγραφος· с \красныйой строки ἀρχίζω μέ νέα παράγραφο· \красныйая цени ἡ καλή τιμή· \красныйая девица ἡ ὀμορφη κοπέλλα, ἡ λυγερή· Красная Шапочка (в сказке) ἡ Κοκκινοσκουφίτσα· ради \красныйого словца разг γιά νά κάνει πνεύμα· проходить \красныйой ни́тыо διαποτίζω ἀπ' ἀρχής μέχρι τέλους, προβάλλω, κυριαρχώ· долг платежом красен погов. -г·· τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο.

    Русско-новогреческий словарь > красный

  • 4 красный

    красный κόκκινος, ερυθρός ◇ Красная площадь η Κόκκινη Πλατεία
    * * *
    κόκκινος, ερυθρός
    ••

    Кра́сная пло́щадь — η Κόκκινη Πλατεία

    Русско-греческий словарь > красный

  • 5 краснеть

    ρ.δ. κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος, ερυθριώ•

    ягоды -ют οι καρποί κοκκινίζουν•

    краснеть от стыда κοκκινίζω από ντροπή•

    от холода κοκκινίζω από το κρύο•

    уши -ют τα αυτιά κοκκινίζουν.

    εκφρ.
    краснеть до корней волос ή до ушей – γίνομαι κατακόκκινος.
    βλ. краснеть. || φαίνομαι κόκκινος.

    Большой русско-греческий словарь > краснеть

  • 6 красный

    επ., βρ: -сен, -сни, -сно.
    1. κόκκινος, ερυθρός•

    -ое знамя κόκκινη σημαία•

    -цвет κόκκινο χρώμα.

    2. αριστερός (στις ιδέες).
    ουσ. ο αριστερός.
    3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•

    -ая девица όμορφο κορίτσι.

    4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•

    красный день καθαρή μέρα.

    5. παλ. τιμητικός, επίσημος.
    εκφρ.
    - ая Армия – Κόκκινος Στρατός•
    - ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•
    красный грибβλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•
    красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•
    - ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•
    - ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•
    - ая икра – κόκκινο χαβιαρι•
    красный крест – ερυθρός σταυρός•
    общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•
    красный лесβλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•
    - ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•
    красный товар – τα υφάσματα•
    - ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•
    -ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•
    красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•
    - ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•
    -ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•
    под -ую шапку попасть ή угодитьπαλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•
    красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•
    красный фонарьπαλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•
    красный петухβλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια.

    Большой русско-греческий словарь > красный

  • 7 рдеть

    рдеет
    ρ.δ. κοκκινίζω, φαίνομαι κόκκινος•

    плоды -ют на солнце οι καρποί κοκκινίζουν στον ήλιο•

    -ют знамна κοκκινίζουν οι σημαίες.

    κοκκινίζω, φαίνομαι κόκκινος•,лись кисти винограда κοκκίνιζαν τα τσαμπιά των σταφυλιών.

    Большой русско-греческий словарь > рдеть

  • 8 румяный

    επ., βρ: -мян -а, -о.
    1. κόκκινος, ροδοκόκκινος.
    2. κόκκινος (καλοψημένος).

    Большой русско-греческий словарь > румяный

  • 9 алый

    алый
    прил (κατα)κόκκινος, ροδοκόκκινος.

    Русско-новогреческий словарь > алый

  • 10 армия

    арм||ия
    ж
    1. (вооруженные силы) ὁ στρατός, ἡ στρατιά, τό στράτευμα:
    Советская Армия ὁ Σοβιετικός Στρατός; Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός; действующая \армия ὁ ἐνεργός στρατός, ὁ στρατός ἐν ἐνεργεία; регулярная \армия ὁ τακτικός (μόνιμος) στρατός; оккупационная \армия ὁ στρατός κατοχής; сухопу́тная \армия ὁ στρατός τής ξηρᾶς; служить в \армияии ὑπηρετώ στον στρατό; призывать в \армияию καλῶ ὑπό τά ὀπλα;
    2. (войсковое соединение) ὁ στρατός, ἡ στρατιά:
    ко́иная \армия τό ιππικό.

    Русско-новогреческий словарь > армия

  • 11 зардеть(ся)

    зардеть(ся)
    сов γίνομαι κόκκινος, κοκκινίζω, ἐρυθριῶ:
    зардеться от стыда́ κοκκινίζω ἀπό ντροπή.

    Русско-новогреческий словарь > зардеть(ся)

  • 12 красиоармеец

    красиоарме||ец
    м ὁ Κόκκινος στρατιώτης, ὁ μαχητής τοῦ Κόκκινου στρατοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > красиоармеец

  • 13 красногвардеец

    красногварде||ец
    м ист. ὁ Κόκκινος φρουρός.

    Русско-новогреческий словарь > красногвардеец

  • 14 маковый

    маков||ый
    прил τοῦ μήκωνος, τοῦ ἀφιονιοῦ· ◊ как ма́ков цвет разг κόκκινος σάν παπαρούνα· \маковыйой росинки во рту не было разг δέν ἐβαλα μπουκιά στό στόμα μου.

    Русско-новогреческий словарь > маковый

  • 15 рак

    рак I
    м зоол. ἡ καραβίδα, ὁ ἀστακός, ὁ ποτάμιος· красный как \рак разг κόκκινος σάν ἀστακός· ◊ показать кому́-л. где \раки зимуют разг га δείχνω κάποιου πόσα ἀπίδια βάζει ὁ σάκος· на безрыбье и \рак рыба погов. στήν ἀναβροχιά καλό καί τό χαλάζι· когда́ \рак свистнет разг ὀταν ἀσπρίσει ὁ κόρακας.
    рак II
    м мед. ὁ καρκίνος.
    Рак III
    м астр. ὁ ἀστερισμός τοῦ Καρκίνου, ὁ Καρκίνος (ζώδιον):
    тропик \рака ὁ Τροπικός τοῦ Καρκίνου.

    Русско-новогреческий словарь > рак

  • 16 рдеть

    рдеть
    несов κοκκινίζω, φαίνομαι κόκκινος.

    Русско-новогреческий словарь > рдеть

  • 17 красный

    [κράσνυϊ] εκ. κόκκινος, ερυθρός

    Русско-греческий новый словарь > красный

  • 18 красный

    [κράσνυϊ] επ κόκκινος, ερυθρός

    Русско-эллинский словарь > красный

  • 19 алеть

    -еет
    ρ.δ.
    κοκκινίζω, ερυθριώ, φαίνομαι ή γίνομαι κόκκινος.

    Большой русско-греческий словарь > алеть

  • 20 гранатовый

    1. επ. της ροδιάς•

    -ое дерево η ροδιά.

    || κόκκινος (σαν ρόιδο).
    2. επ. γρανάτινος, φοινικόχρωμος. || ροδόχρωμος.

    Большой русско-греческий словарь > гранатовый

См. также в других словарях:

  • κόκκινος — scarlet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκινος — η, ο (AM κόκκινος, ίνη, ον) 1. αυτός που έχει το χρώμα τής παπαρούνας, ερυθρός, πορφυρός, κοκκινοβαμμένος (α. «σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης», Βαλαωρ. β. «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην», ΚΔ) 2. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • κόκκινος — η, ο 1. αυτός που το χρώμα του είναι κόκκινο. 2. κομουνιστής, αριστερός: Δε σε ήξερα πως είσαι κόκκινος. 3. το ουδ., κόκκινο ως ουσ., το κόκκινο χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κόκκινος, Διονύσιος — (Πύργος 1884 – Αθήνα 1967). Ιστορικός, δημοσιογράφος, λογοτέχνης και ακαδημαϊκός. Φοίτησε στην ιατρική σχολή, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Στη διάρκεια των σπουδών του ίδρυσε τη… …   Dictionary of Greek

  • Κόκκινος Πύργος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 305 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυργιωτίσσης του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στον μυχό του όρμου της Μεσσαράς, 68 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυμπακίου …   Dictionary of Greek

  • Κόκκινος, Αντώνης — (1954 –). Σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε στη σχολή πολιτικών μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και στο τμήμα σκηνοθεσίας της Σχολής Σταυράκου. Εργάστηκε ως παραγωγός πολλών ραδιοφωνικών εκπομπών με θέμα τη… …   Dictionary of Greek

  • Κόκκινος, Γεράσιμος — (Κάστρο Κεφαλονιάς τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Κληρικός και αγιογράφος. Η εικόνα του Κοίμηση της Θεοτόκου που βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών χρονολογείται από το 1826 …   Dictionary of Greek

  • Κόκκινος, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821. Υπήρξε επικεφαλής των επαναστάσεων των ανατολικών επαρχιών της Κρήτης. Έπειτα από πολλές επιτυχημένες μάχες εναντίον των Τούρκων, κατόρθωσε να τους περιορίσει στο φρούριο του Ηρακλείου …   Dictionary of Greek

  • Κόκκινος, Εμμανουήλ — (Χίος 1812 – Αθήνα 1879). Νομομαθής και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη Γερμανία και μαθήτευσε κοντά στον Τιμπό, αντίπαλο του Σαβινί. Ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1836, με μια διατριβή αφιερωμένη στη ρωμαϊκή Δωδεκάδελτο. Το 1839 διορίστηκε υφηγητής… …   Dictionary of Greek

  • Κόκκινος, Νικόλαος — (1863 – 1919). Συνθέτης λαϊκών και δημοτικών τραγουδιών. Τα δημοφιλέστερα τραγούδια του είναι: «Γιατί οπόταν σε κοιτώ», «Ο Μάης», «Έλα μαζί εις τα ξένα», «Αποκριάτικο», «Αχ αϊτέ», «Έμορφη κόρη του ψαρά», «Πεταλούδα» κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Φιλόθεος ο Κόκκινος — Πατριάρχης (1353 54, 1364 76) της Κωνσταντινούπολης. Μόναζε στη μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και πριν χειροτονηθεί πατριάρχης είχε διατελέσει μητροπολίτης Ηρακλείας (1347 53). Διακρινόταν για τη χρηστότητα του ήθους, τη μόρφωση και τη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»