-
1 κυμαησμός
[киматизмос] εκ. волнениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κυμαησμός
-
2 κυμαησμός
[киматизмос] επ волнение.
1 κυμαησμός
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κυμαησμός
2 κυμαησμός