-
1 κυβερνητικός
[кивэрнитикос] ас. правительственный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κυβερνητικός
-
2 абзтаб[πρατιβαπραβίτιλ'στβιννυϊ] εκ. αντί κυβερνητικός
[πρατιβοριετσίβοστ'] ουσ. θ. αντιφατικότηταРусско-греческий новый словарь > абзтаб[πρατιβαπραβίτιλ'στβιννυϊ] εκ. αντί κυβερνητικός
-
3 абзтаб[πρατιβαπραβίτιλ'στβιννυϊ] επ αντί κυβερνητικός
[πρατιβοριετσίβοστ'] ουσ θ αντιφατικότηταРусско-эллинский словарь > абзтаб[πρατιβαπραβίτιλ'στβιννυϊ] επ αντί κυβερνητικός
-
4 правительственный
κυβερνητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правительственный
-
5 правительственный
-
6 правительственный
правительственныйприл κυβερνητικός, τής κυβερνήσεως. -
7 губернаторский
επ.κυβερνητικός•-ая должность το αξίωμα του κυβερνήτη.
-
8 губернский
επ.κυβερνητικός, του κυβερνείου•-ое управление το κυβερνείο•
губернский город η πρωτεύουσα του κυβερνείου.
-
9 кабинетский
επ.κυβερνητικός• υπουργικός•кабинетский кризис κυβερνητική κρίση.
εκφρ.- ие земли – τα τσαρικά τσιφλίκια (διαχειριζόμενα από ειδικό γραφείο)• -
10 правительственный
επ.κυβερνητικός•-ая делегация κυβερνητική αντιπροσωπία•
правительственный кризис κυβερνητική κρίση.
-
11 фельдъегерь
-я α.ειδικός σύνδεσμος-δρο-μέας (στρατιωτικός ή κυβερνητικός).
См. также в других словарях:
κυβερνητικός — good at steering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικός — ή, ό (AM κυβερνητικός, ή, όν) [κυβερνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση, στη διοίκηση ανθρώπων ή πολιτείας 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διακυβέρνηση πλοίου («ναυτικὸν μὲν καλοῡντας και κυβερνητικὸν και ἐπιστάμενον τὰ κατὰ… … Dictionary of Greek
κυβερνητικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση: Αυτή είναι η κυβερνητική πολιτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυβερνητικά — κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc pl κυβερνητικά̱ , κυβερνητικός good at steering fem nom/voc/acc dual κυβερνητικά̱ , κυβερνητικός good at steering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικῶν — κυβερνητικός good at steering fem gen pl κυβερνητικός good at steering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικόν — κυβερνητικός good at steering masc acc sg κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικώτατον — κυβερνητικός good at steering masc acc superl sg κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικαί — κυβερνητικός good at steering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικοί — κυβερνητικός good at steering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικοῦ — κυβερνητικός good at steering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικωτάτου — κυβερνητικός good at steering masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)