Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κτῶμαι

  • 1 возыметь

    ρ.σ.μ.
    1. παλ. αποκτώ, κερδίζω, κτώμαι. || αρχίζω να•

    лекарство -ло действие το φάρμακο άρχισε να επιδρά.

    2. αισθάνομαι•

    возыметь уважение αισθάνομαι σεβασμό•

    возыметь отвращение αισθάνομαι απέχθεια.

    Большой русско-греческий словарь > возыметь

  • 2 отхватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отхваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. παίρνω, τραβώ, αποσύρω γρήγορα•

    отхватить руку τραβώ γρήγορα το χέρι.

    2. αποκόπτω, κόβω.
    3. αποκτώ, κτώμαι, παίρνω.
    4. εκτελώ, επιδέξια, ζωηρά.

    Большой русско-греческий словарь > отхватить

  • 3 приобрести

    ρ.σ.μ. αποκτώ, κτώμαι κερδίζω•

    приобрести состояние αποκτώ περιουσία•

    приобрести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    приобрести опыт αποκτώ πείρα•

    приобрести доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη•

    уважение, дружбу честных людей κερδίζω την εκτίμηση, τη φιλία των τίμιων ανθρώπων•

    знания αποκτώ γνώσεις•

    приобрести плохую репутацию παίρνω κακή φήμη (όνομα)•

    приобрести вновь επανακτώ.

    Большой русско-греческий словарь > приобрести

См. также в других словарях:

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

  • κτῶμαι — κτάομαι procure for oneself pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) κτάομαι procure for oneself pres ind mp 1st sg κτάομαι procure for oneself pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) κτέομαι procure for oneself pres subj mp 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτῶμ' — κτῶμαι , κτάομαι procure for oneself pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) κτῶμαι , κτάομαι procure for oneself pres ind mp 1st sg κτῶμαι , κτάομαι procure for oneself pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) κτῶμαι , κτέομαι procure for… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκτητος — ἄκτητος, ον (Α) αυτός που δεν αξίζει να τον αποκτήσει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ + κτητος < κτητὸς < κτῶμαι. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀκτησία] …   Dictionary of Greek

  • αμπελοκτήμονας — ο ο αμπελοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπελοκτήμων < άμπελος + κτήμων < κτήμα < κτώμαι] …   Dictionary of Greek

  • ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ …   Dictionary of Greek

  • βαθυκτέανος — βαθυκτέανος, ον (Α) με μεγάλα, πλούσια κτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα («κτήματα, περιουσία») < κτώμαι ( άομαι) «αποκτώ»] …   Dictionary of Greek

  • βαθυκτήμων — βαθυκτήμων, ον (Μ) πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτήμων < κτήμα < κτώμαι (πρβλ. ακτήμων, πολυκτήμων)] …   Dictionary of Greek

  • επίκτηση — η (AM έπίκτησις) [κτώμαι] νεοελλ. ιδιότητα φυτικών κυττάρων να απορροφούν ηλεκτροθετικά ιόντα (κάλλιο κ.λπ.) ακόμη και όταν τά περιέχουν σε μεγαλύτερη ποσότητα απ’ όση στο εξωτερικό περιβάλλον αρχ. μσν. πρόσθετο κέρδος …   Dictionary of Greek

  • επίκτητος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (Ιεράπολις, Φρυγία περ. 50 μ.Χ. – Νικόπολις, Ήπειρος 138 μ.Χ.). Μαζί με τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο, ο Ε. είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της τρίτης σχολής του στωικισμού, του ρωμαϊκού… …   Dictionary of Greek

  • ερικτέανος — ἐρικτέανος, ον (Α) ο πλούσιος, αυτός που έχει αποκτήσει πολλά («ἐρικτέανοι βασιλῆες», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κτέανον «κτήμα, περιουσία» < κτώμαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»