Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κτώμαι

  • 1 κτώμαι

    κτάομαι
    procure for oneself: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
    κτάομαι
    procure for oneself: pres ind mp 1st sg
    κτάομαι
    procure for oneself: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
    κτέομαι
    procure for oneself: pres subj mp 1st sg (attic epic doric)
    κτείνω
    kill: aor subj mid 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > κτώμαι

  • 2 κτῶμαι

    κτάομαι
    procure for oneself: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
    κτάομαι
    procure for oneself: pres ind mp 1st sg
    κτάομαι
    procure for oneself: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
    κτέομαι
    procure for oneself: pres subj mp 1st sg (attic epic doric)
    κτείνω
    kill: aor subj mid 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > κτῶμαι

  • 3 κτώμαι

    (α) 1. μετ. (αόρ. εκτησάμην) приобретать, получать в собственность;
    2. αμετ. (αόρ. εκτήθην) попадать в собственность (к кому-л.);

    § τα αγαθά κόποις κτώνται — посл. без труда не вытащишь и рыбки из пруда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κτώμαι

  • 4 κτῶμαι

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κτῶμαι

  • 5 κτωμ'

    κτῶμαι, κτάομαι
    procure for oneself: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
    κτῶμαι, κτάομαι
    procure for oneself: pres ind mp 1st sg
    κτῶμαι, κτάομαι
    procure for oneself: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
    κτῶμαι, κτέομαι
    procure for oneself: pres subj mp 1st sg (attic epic doric)
    κτῶμαι, κτείνω
    kill: aor subj mid 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > κτωμ'

  • 6 κτῶμ'

    κτῶμαι, κτάομαι
    procure for oneself: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
    κτῶμαι, κτάομαι
    procure for oneself: pres ind mp 1st sg
    κτῶμαι, κτάομαι
    procure for oneself: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
    κτῶμαι, κτέομαι
    procure for oneself: pres subj mp 1st sg (attic epic doric)
    κτῶμαι, κτείνω
    kill: aor subj mid 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > κτῶμ'

  • 7 κτήτορας

    κτήτορας ο
    ктитор – основатель, создатель, попечитель храма или монастыря, церковный староста. Ктиторами были цари, клирики и миряне
    Этим.
    < κτήτωρ < дргр. κτώμαι «приобретать, иметь, обладать»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κτήτορας

  • 8 κτάομαι

    κτάομαι fut. κτήσομαι; 1 aor. ἐκτησάμην; pf. κέκτημαι; fut. pf. 3 sg. κεκτήσεται (Tat. 20, 3 as Aeschyl., Th. 1022 et al.). Pass.: fut. 3 pl. κτηθήσοναι Jer 39:45 (s. next entry; Hom.+)
    to gain possession of, procure for oneself, acquire, get τὶ someth. 2 Cl 5:7. πάντα ὅσα κτῶμαι my whole income Lk 18:12. W. acc. and εἴς τι foll.: χρυσὸν … εἰς τὰς ζώνας acquire gold (in order to put it) into your (money-) belts Mt 10:9. Procure τὶ someth. (Plut., Mor. 189d βιβλία κτᾶσθαι) τὴν δωρεὰν τ. θεοῦ διὰ χρημάτων κτᾶσθαι secure the gift of God with money Ac 8:20 (Herodian 2, 6, 5 χρήμασι κ. τι). Also ἐκ: χωρίον ἐκ μισθοῦ τ. ἀδικίας acquire a field w. the reward of his wickedness 1:18 (JSickenberger, BZ 18, ’29, 69–71). Also w. gen. of price πολλοῦ κεφαλαίου for a large sum Ac 22:28. τὸ ἑαυτοῦ σκεῦος κτᾶσθαι ἐν ἁγιασμῷ καὶ τιμῇ take a wife for himself (or: gain control over his own body; s. σκεῦος 3) in consecration and honor 1 Th 4:4 (cp. κτᾶσθαι γυναῖκα X., Symp. 2, 10; Sir 36:24). ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσεσθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν you will win your lives by your endurance Lk 21:19.
    bring upon oneself, of misfortunes, etc. (Soph.; Eur.; Thu. 1, 42, 2 ἔχθραν; Pr 3:31; ApcEsdr 2:12 p. 26, 5 Tdf. παρακοήν) εὔχομαι, ἵνα μὴ εἰς μαρτύριον αὐτὸ κτήσωνται I pray that they may not bring it (my message) upon themselves as a witness (against them) IPhld 6:3.
    possess, the pf. (only in Ign. in our lit.) has this present mng. (Appian, Bell. Civ. 5, 67 §282 οἱ κεκτημένοι=those who possessed [slaves]; En 97:10; TestSol 1:10 D; TestJob 11:2; JosAs 2:10 cod. A; EpArist 229; Philo, Cher. 119, Mos. 1, 157 al.; Jos., C. Ap. 1, 66; Just., D. 29, 2; Tat. 1:2 al.) τινά someone ἐπίσκοπον IEph 1:3. τὶ someth. ὄνομα 1:1. ἀγάπην 14:2. λόγον Ἰησοῦ 15:2. πνεῦμα IMg 15; IPol 1:3. διακονίαν IPhld 1:1. γνώμην IPol 8:1.—M-M. DELG. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κτάομαι

См. также в других словарях:

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

  • κτῶμαι — κτάομαι procure for oneself pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) κτάομαι procure for oneself pres ind mp 1st sg κτάομαι procure for oneself pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) κτέομαι procure for oneself pres subj mp 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτῶμ' — κτῶμαι , κτάομαι procure for oneself pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) κτῶμαι , κτάομαι procure for oneself pres ind mp 1st sg κτῶμαι , κτάομαι procure for oneself pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) κτῶμαι , κτέομαι procure for… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκτητος — ἄκτητος, ον (Α) αυτός που δεν αξίζει να τον αποκτήσει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ + κτητος < κτητὸς < κτῶμαι. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀκτησία] …   Dictionary of Greek

  • αμπελοκτήμονας — ο ο αμπελοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπελοκτήμων < άμπελος + κτήμων < κτήμα < κτώμαι] …   Dictionary of Greek

  • ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ …   Dictionary of Greek

  • βαθυκτέανος — βαθυκτέανος, ον (Α) με μεγάλα, πλούσια κτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα («κτήματα, περιουσία») < κτώμαι ( άομαι) «αποκτώ»] …   Dictionary of Greek

  • βαθυκτήμων — βαθυκτήμων, ον (Μ) πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτήμων < κτήμα < κτώμαι (πρβλ. ακτήμων, πολυκτήμων)] …   Dictionary of Greek

  • επίκτηση — η (AM έπίκτησις) [κτώμαι] νεοελλ. ιδιότητα φυτικών κυττάρων να απορροφούν ηλεκτροθετικά ιόντα (κάλλιο κ.λπ.) ακόμη και όταν τά περιέχουν σε μεγαλύτερη ποσότητα απ’ όση στο εξωτερικό περιβάλλον αρχ. μσν. πρόσθετο κέρδος …   Dictionary of Greek

  • επίκτητος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (Ιεράπολις, Φρυγία περ. 50 μ.Χ. – Νικόπολις, Ήπειρος 138 μ.Χ.). Μαζί με τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο, ο Ε. είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της τρίτης σχολής του στωικισμού, του ρωμαϊκού… …   Dictionary of Greek

  • ερικτέανος — ἐρικτέανος, ον (Α) ο πλούσιος, αυτός που έχει αποκτήσει πολλά («ἐρικτέανοι βασιλῆες», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κτέανον «κτήμα, περιουσία» < κτώμαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»