-
1 bricklayer
κτίστης -
2 строитель
ο οικοδόμοςο κτίστηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > строитель
-
3 строительный
строительн||ыйприл οἰκοδομικός, οἰκοδομήσιμος:\строительныйые материалы τά οἰκοδομικά ὑλικά, οἱ οἰκοδομήσιμες ὕλες· \строительныйые работы οἱ ἐργασίες οἰκοδόμησης· \строительныйая площадка τό ὁΙκόπεδο[ν]· \строительныйая техника ἡ οἰκοδομική τέχνη· \строительный рабочий ὁ οίκοδόμος, ὁ κτίστης. -
4 стройтель
стройтел||ьм ὁ κτίστης, ὁ οἰκοδόμος, ὁ χτίστης:инженер-\стройтель ὁ πολιτικός μηχανικός· \стройтельи коммунизма οἱ οἰκοδόμοι τοῦ κομμουνισμοί). -
5 строитель
[*][στραίτιλ'1 ουσ. α κτίστης -
6 строитель
[*][στραίτιλ'1 ουσ α κτίστης -
7 yapıcı
κατασκευαστής, οικοδόμος, κτίστης -
8 builder
1) κτίστης2) οικοδόμος3) χτίστης
См. также в других словарях:
κτίστης — founder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστης — και χτίστης, ο (AM κτίστης, θηλ. κτίστρια, Α και κτιστής) [κτίζω] 1. εργάτης ειδικευμένος στο κτίσιμο, οικοδόμος 2. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο πλάστης, ο θεός («τότε ένετείλατό μοι ό κτίστης απάντων», ΠΔ) αρχ. 1. ιδρυτής, θεμελιωτής, ιδίως… … Dictionary of Greek
κτιστῆς — κτιστός wrought fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίσται — κτίστης founder masc nom/voc pl κτίστᾱͅ , κτίστης founder masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστῶν — κτίστης founder masc gen pl κτιστός wrought fem gen pl κτιστός wrought masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίσταις — κτίστης founder masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστη — κτίστης founder masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστην — κτίστης founder masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστου — κτίστης founder masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστῃ — κτίστης founder masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστῃσιν — κτίστης founder masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)