-
1 докричаться
-чусь, -чишьсяρ.σ.1. κράζω, φωνάζω, καλώ κάποιον ν' απαντήσει•никого не -чишься φώναξε όσο θέλεις, κανένας δε θα σου αποκριθεί.
2. φωνάζω, κράζω δυνατά, ξε-λαρυγγίζομαι από τις φωνές•докричаться до хрипоты βραχνιάζω από τις φωνές.
-
2 вскричать
вскричатьсов βάζω τίς φωνές, ἀνα-κράζω. -
3 взывать
ρ.δ.κράζω, φωνάζω, καλώ•взывать о помощи καλώ σε βοήθεια.
|| απευθύνομαι• παρακαλώ. -
4 вскрикнуть
ρ.σ. κραυγάζω, κράζω, ξεφωνίζω. -
5 вскричать
-чу, -чишь, ρ.σ.1. αναφωνώ, φωνάζω, κράζω.2. καλώ, προσκαλώ, φωνάζω. -
6 выкликать
ρ.δ.μ. κ. αμ.1. φωνάζω, κράζω, καλώ ονοματίζοντας.2. φωνάζω•газеты! -ал газетчик εφημερίδες! φώναζε ο εφημεριδοπώλης.
-
7 гагакать
-ает, ρ.δ. (απλ.) κράζω γκα-γκα (για χήνες). -
8 гаркнуть
ρ.σ. (απλ.) ξεφωνίζω, κραυγάζω, κράζω. || κραυγοφοβίζω. -
9 гоготать
-чу, -чешьρ.δ.(για χήνες) κράζω γκα-γκα.(απλ.) καγχάζω. -
10 голос
-а (-у), πλθ. голоса α.1. φωνή, φθόγγος•высокий голос ψηλή φωνή•
низкий голос χαμηλή φωνή•
тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•
голос соловья φωνή αηδονιού•
звонкий голос ηχηρή φωνή•
глухой -υπόκωφη φωνή•
мужской голос ανδρική φωνή•
женский голос γυναικεία φωνή•
узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•
во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•
прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.
2. (μουσ.) φωνή•второй голос δεύτερη φωνή.
3. ήχος•голос ветра η βουή του ανέμου.
4. μτφ. υπαγόρευση•голос рассудка η φωνή της λογικής•
голос совести η φωνή της συνείδησης•
голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•
голос страсти η φωνή του πάθους.
5. η ψήφος•право -а δικαίωμα ψήφου•
решающий голос θετική ψήφος•
совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•
лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•
произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•
избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.
εκφρ.в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•в -е (быть) – ηχώ καλά•с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη. -
11 гукать
ρ.δ. κράζω,κραυγάζω• φωνάζω. -
12 закликать
ρ.δ.μ. (απλ.) κράζω, φωνάζω, καλώ, βάζω τις φωνές. -
13 зыкнуть
ρ.σ. (απλ.)1. κράζω, κραυγάζω, ξεφωνίζω.2. σφυρίζω δυνατά•-ла пуля σφύρίξε η σφαίρα.
-
14 клекотать
-очетρ.δ. κρώζω, κράζω, ρεκάζω (για πτηνά). -
15 кликать
кличу, кличешьρ.δ. μ.1. (απλ.) φωνάζω, καλώ, προσκαλώ.2. (διαλκ.) ονομάζω, καλώ.3. κράζω, κρώζω (για πτηνά).4. ουρλιάζω, ωρύομαι. -
16 кричать
-чу, -чишь, μτχ. ενστ. кричащийρ.δ.1. κραυγάζω, κράζω, φωνάζω, ξεφωνίζω• βοώ.2. μτφ. επιπλήττω μεγαλόφωνα, μαλώνω.3. (προσ)καλώ, φωνάζω.4. μιλώ δυνατά• γράφω•газеты -ли о войне οι εφημερίδες κραύγαζαν για τον πόλεμο•
все -ат о её красоте όλοι μιλούν για την ομορφιά της.
εκφρ.криком -; на крик кричать – ανακραυγάζω συνεχώς. -
17 окликнуть
ρ.σ.μ. καλώ, φωνάζω, κράζω, ονοματίζω. -
18 окрикнуть
ρ.σ.μ. φωνάζω, κράζω.καλώ. -
19 орать
-
20 провопить
-плю, -пишьρ.σ.κραυγάζω, φωνάζω, κράζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κράζω — κράζω, έκραξα βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: κράζω : η μτχ. κραγμένος απαντάται με την έννοια → ξεφωνημένος (δες σημείωση ξεφωνίζω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κράζω — croak pres subj act 1st sg κράζω croak pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek
κράζω — έκραξα, φωνάζω κρα κρα, κραυγάζω, καλώ κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κράζον — κράζω croak pres part act masc voc sg κράζω croak pres part act neut nom/voc/acc sg κράζω croak imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κράζω croak imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράζετε — κράζω croak pres imperat act 2nd pl κράζω croak pres ind act 2nd pl κράζω croak imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράζῃ — κράζω croak pres subj mp 2nd sg κράζω croak pres ind mp 2nd sg κράζω croak pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράξαι — κράζω croak aor imperat mid 2nd sg κράζω croak aor inf act κράξαῑ , κράζω croak aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράξει — κράζω croak aor subj act 3rd sg (epic) κράζω croak fut ind mid 2nd sg κράζω croak fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράξον — κράζω croak aor imperat act 2nd sg κράζω croak fut part act masc voc sg κράζω croak fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράξουσι — κράζω croak aor subj act 3rd pl (epic) κράζω croak fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κράζω croak fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)