-
1 κρύσταλλο
[кристалло] ουσ. о. хрусталь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κρύσταλλο
-
2 стекло
η ύαλος, разг. το γυαλίармированное - ενισχυμένη -, οπλισμένη -витринное - ο υαλοπίνακας των προθηκών/βιτρινώνводомерное - ο υδατοδείκτης, ο υδροδείκτηςлистовое - οι υαλοπίνακες (πλ.)лобовое - (авто) το αλε-ξήνεμο, το αλεξιανέμιο, разг. το παρμπρίζ (ξεν.)натриевое - βοημική -, η στεφανύαλοςнепрозрачное - θολή -, αδιαφανής -оконное - ο υαλοπίνακας, το κρύσταλλοο κρύσταλλος, разг. το τζάμιочковое - για ομματογυάλια/γυαλιάпрофильное - см. стеклопрофилитсвинцовое - με βάση μολύβδου, η μολυβδύαλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стекло
-
3 кристалл
-
4 хрусталь
-
5 хрусталь
-я α.1. το κρύσταλλο.2. κρυστάλλινο αντικείμενο.3. χο ορυκτό κρύσταλλο. -
6 кристаллик
1. (маленький кристалл) το μικρό κρύσταλλο, το κρυσταλλάκι 2. (чип) η ψηφίδα (7-15 χιλιοστών), το τσιπ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кристаллик
-
7 кристаллооптика
η κρυσταλλο(ο)πτική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кристаллооптика
-
8 горный
го́рн||ыйприл1. ὀρεινός, βουνήσιος:\горныйая вершина ἡ βουνοκορφἤ \горныйое ущелье τό στενοπόρι, ἡ κλεισούρα, τό δερβένι· \горныйая цепь ἡ ὁροσειρά, ἡ βου-νοσειρά· \горныйая артиллерия воен. τό ὀρειβατικό[ν] πυροβολικό[ν]·2. (гористый) ὁρεινός, βουνήσιος·3. (горнопромышленный) μεταλλευτικός, τῶν μεταλλείων:\горныйое дело ἡ μεταλλεία, ἡ μεταλ-λειολογία· \горный инженер ὁ μεταλλειολόγος· \горный институ́т ἡ Σχολή μεταλλειολογίας· \горныйые породы τά κοιτάσματα μετάλλων \горный хрусталь τό ὁρυκτό κρύσταλλο· ◊ \горныйое солнце τό κβάρτς, ὁ χαλαζίας· \горный лен мин. ὁ ἀμίαντος·. -
9 граненый
граненыйприл λαξευμένος, πολυεδρι-κός:\граненый стакан τό πολυεδρικό ποτήρι· \граненый хрусталь τό λαξευμένο κρύσταλλο. -
10 ледяной
ледян||о́йприл κατεψυγμένος, παγετώδης / παγωμένος (изо льда):\ледянойая вода τό παγωμένο νερό· \ледянойая сосулька τό κρύσταλλο· ◊ \ледянойым тоном μέ ψυχρότητα, μέ παγερό ὑφος. -
11 хрусталь
хрустальм τό κρύσταλλο / τά κρυστάλλινα σκεύη (изделия)· ◊ горный \хрусталь ὁ ὁρυκτός κρύσταλλος. -
12 баккара
ουδ.άκλ.1. μπακκαρά (κρύσταλλο).2. μπακκαράς (χαρτοπαίγνιο). -
13 горный
επ.1. ορεινός, βουνίσιος•-ое озеро ορεινή λίμνη•
-ая цепь οροσειρά•
горный воздух βουνίσιος αέρας•
-ая страна ορεινή χώρα•
-ая артиллерия ορειβατικό πυροβολικό.
2. ορυκτός•-ые богатства ορεινός πλούτος.
3. μεταλλευτικός, των μεταλλείων•-ое дело μεταλλειολογία•
горный инженер μεταλλειολόγος• μηχανικός μεταλλείων•
-ая порода πέτρωμα•
горный хрусталь ορυκτό κρύσταλλο.
εκφρ.горный лен – ο αμίαντος. -
14 гранёный
επ.πολυεδρικός•гранёный стакан πολυεδρικό ποτήρι.
|| λαξευμένος, λαξευτός, με έδρες•гранёный хрусталь κρύσταλλο μέ έδρες.
-
15 кристалл
-а α.κρύσταλλο. || παλ. υαλοκρύσταλλο. -
16 кристаллик
-а α.μικρό κρύσταλλο. -
17 кристальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. κρυσταλλικός.2. μτφ. καθαρός, διαυγής, σαν το κρύσταλλο• κρυστάλλινος. -
18 огранить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. огранённый, βρ: -нён, -нена, -неноεδροποιώ•огранить хрустал κάνω έδρες στο κρύσταλλο.
-
19 яйцо
-а, πλθ. яйца, яиц, яйцам ουδ.1. (βιολ.) το ωάριο, το ωοκύτταρο.2. το αυγά•куриное яйцо κοτίσιο αυγό•
утиное яйцо παπίσιο αυγά•
посадить курицу на яйца βάζω κλώσσα•
класть яйцо γεννώ αυγό,
3. κάθε αντικείμενο ωοειδές•хрустальное яйцо ωοειδές κρύσταλλο.
εκφρ.как курица с -ом носится – στριφογυρίζει σαν την κότα, που θέλει να γεννήσει•выеденного -а не стоит – δεν αξίζει τον κόπο, είναι τελείως ασήμαντο.
См. также в других словарях:
κρύσταλλο — το (Μ κρύσταλο[ν]) 1. κρύσταλλος 2. πάγος, κομμάτι πάγου 3. καθεμιά από τις μικρές στήλες πάγου σε σχήμα σταλακτίτη που δημιουργούνται τον χειμώνα στις παρυφές τής υδρορροής τών σπιτιών 4. μτφ. α) διαυγής, διαφανής, λαμπρός β) κρύος, παγωμένος… … Dictionary of Greek
κρύσταλλο — το κρύσταλλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
κρούσταλλο — το 1. κρύσταλλο, διαφανές γυαλί 2. (για τρεχούμενο νερό) ψυχρό και διαυγές σαν το κρύσταλλο 3. ο πάγος που σχηματίζεται από το ατμοσφαιρικό ψύχος 4. καθεμιά από τις μικρές στήλες πάγου σε σχήμα σταλακτίτη που δημιουργούνται τον χειμώνα στις… … Dictionary of Greek
τρανζίστορ — (ελληνικά αποδόθηκε κρυσταλλολυχνία). Ηλεκτρικό εξάρτημα κατασκευασμένο από ημιαγωγούς κρυστάλλους, τοποθετημένους εντός μεταλλικής προστατευτικής θήκης, από την οποία εξέρχονται συνήθως 3 ακροδέκτες (επαφές). Το τ., η ονομασία του οποίου… … Dictionary of Greek
γάμμα, κάμερα — Συσκευή με την οποία απεικονίζεται η κατανομή των ραδιενεργών ενώσεων στο ανθρώπινο σώμα κατά τη διάγνωση όπου χρησιμοποιούνται ραδιοϊσότοπα. Αποτελείται από έναν μεγάλο λεπτό κρύσταλλο σπινθηρισμού και μια συστοιχία φωτοπολλαπλασιαστών που είναι … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
κρουστάλλι — το 1. κρύσταλλο 2. ποτήρι κατασκευασμένο από κρύσταλλο 3. (για τρεχούμενο νερό) διαυγές, καθαρό και δροσερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυστάλλι, με τροπή τού υ σε ου ] … Dictionary of Greek