-
1 скрывать
скрывать, скрыть κρύβω, κρύπτω \скрываться κρύβομαι; εξαφανίζομαι (исчезнуть)* * *= скрытьκρύβω, κρύπτω -
2 прятать
прятатьнесов κρύβω, κρύπτω, ἀποκρύπτω:\прятать от кого-л. κρατώ κρυφό ἀπό κάποιον. -
3 скрывать
скрыва||тьнесов прям., перен κρύβω, (άπό)κρύπτω:\скрывать престу́пника κρύβω τόν ἐγκληματία· он не \скрыватьет своих планов δέν κρύβει τά σχέδια του. -
4 укрывать
укрыватьнесов1. (покрывать) σκεπάζω, καλύπτω:\укрывать кого́-л. одеялом σκεπάζω κάποιον μέ τήν κουβέρτα·2. (прятать, защищать) κρύβω, (άπο)κρύπτω, (συγ)καλύπτω/ παρέχω ἄσολον (предоставить убежище). -
5 утаивать
утаиватьнесов, утаить сов I. (скрывать) κρύβω, κρύπτω:\утаивать правду κρύβω τήν ἀλήθεια·2. (присваивать) οἰκειοποιούμαι:\утаивать деньги τσεπώνὠ τά χρήματα· от него́ ничего не утаи́шь τίποτε δέν μπορείς νά κρατήσεις κρυφό ἀπ° αὐτόν. -
6 припрятать
ρ.σ.μ. κρύβω,κρύπτω. || διαφυλάσσω, αποταμιεύω. -
7 прятать
прячу, прячешьρ.δ.μ.1. κρύβω,κρύπτω, αποκρύπτω•неизвестно где (куда) он прячет деньги κανένας δεν ξέρει που κρύβει αυτός τα χρήματα.
2. μτφ. κρατώ μυστικό•не прячь своих мыслей μη κρύβεις τις σκέψεις σου.
|| φυλάγω•прятать молоко в подвале διατηρώ το γάλα στο υπόγειο.
εκφρ.прятать глаза (взгляд) – κρύβω το πρόσωπο (φοβούμαι να αντ ικρύσω).κρύβομαι•прятать от кого κρύβομαι από κάποιον•
солнце -лось за хребет ο ήλιος βασίλεψε πίσω από τη βουνοκορφή (κορυφογραμμή).
|| μτφ. καλύπτομαι, καμουφλαρίζομαι•прятать за словами καμουφλαρίζομαι με λόγια.
См. также в других словарях:
κρύπτω — κρύπτης member of the Spartan masc gen sg (attic epic ionic) κρύπτω hide pres subj act 1st sg κρύπτω hide pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύπτω — (AM κρύπτω) βλ. κρύβω … Dictionary of Greek
κρυπτῷ — κρυπτός hidden masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύπτον — κρύπτω hide pres part act masc voc sg κρύπτω hide pres part act neut nom/voc/acc sg κρύπτω hide imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κρύπτω hide imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρυμμένα — κρύπτω hide perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκρυμμένᾱ , κρύπτω hide perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκρυμμένᾱ , κρύπτω hide perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύπτεσθε — κρύπτω hide pres imperat mp 2nd pl κρύπτω hide pres ind mp 2nd pl κρύπτω hide imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύπτετε — κρύπτω hide pres imperat act 2nd pl κρύπτω hide pres ind act 2nd pl κρύπτω hide imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύψαι — κρύπτω hide aor imperat mid 2nd sg κρύπτω hide aor inf act κρύψαῑ , κρύπτω hide aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύψει — κρύπτω hide aor subj act 3rd sg (epic) κρύπτω hide fut ind mid 2nd sg κρύπτω hide fut ind act 3rd sg κρύψις hiding fem nom/voc/acc dual (attic epic) κρύψεϊ , κρύψις hiding fem dat sg (epic) κρύψις hiding fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύψον — κρύπτω hide aor imperat act 2nd sg κρύπτω hide fut part act masc voc sg κρύπτω hide fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύψουσι — κρύπτω hide aor subj act 3rd pl (epic) κρύπτω hide fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κρύπτω hide fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)