Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κρύβω

  • 1 κρύβω

    [криво] р. прятать, скрывать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κρύβω

  • 2 затаить

    -таю, -таишь, παθ. μτχ.. παρλθ. χρ. затаенный, βρ: -таен, -таена, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κρύβω, αποκρύβω•

    затаить деньги κρύβω χρήματα.

    2. μτφ. δε φανερώνω•

    затаить злобу κρύβω την κακία•

    затаить подозрения κρύβω τις υποψίες.

    κρύβομαι, αποφεύγω τα βλέμματα. || μτφ. κρύβω, αποκρύβω (σκοπούς, σκέψεις κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > затаить

  • 3 таить

    таю, таишь
    ρ.δ.μ.
    1. κρύβω, αποκρύπτω• κρατώ μυστικό•

    от матери -ли смерть брата κρατούσαν μυστικό από τη μάνα το θάνατο του αδερφού•

    таить злобу κρύβω την κακία•

    -мысль κρύβω τη σκέψη•

    жизнь -ит много неожиданностей η ζωή κρύβει πολλά απρόοπτα.

    1. κρύβομαι, κρύβω τους σκοπούς μου.
    2. (απο)κρύπτομαι•

    Большой русско-греческий словарь > таить

  • 4 покрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω• επενδύω, ντύνω• επιστρώνω, επικαλύπτω•

    покрыть стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι, με το τραπεζομάντηλο•

    покрыть дом черепичей σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια•

    покрыть сундук железом ντύνω το σεντούκι, με πάφιλα•

    покрыть соломом αχυροσκεπάζω•

    покрыть голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι.

    2. αλείφω•

    покрыть картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)•

    покрыть краской σκεπάζω με χρώμα.

    || εμποδίζω την όραση, όψη, τη θέα•

    тучи -ли нбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•

    -мглой καλύπτω με σκοτάδι•

    мрак -ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη•

    покрыть голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου.

    3. αντισταθμίζω, ισοφαρίζω•

    -расходы καλύπτω τα έξοδα•

    покрыть дефицит καλύπτω το έλλειμμα.

    4. κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω•

    покрыть преступников κρύβω τους εγκληματίες•

    покрыть сообщников κρύβω τους συνεργούς.

    5. διανύω απόσταση.
    6. (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ.
    7. μαλώνω.
    8. (για ζώα) οχεύω, βατεύω.
    εκφρ.
    покрыть аплодисментами – καταχειροκροτώ•
    покрыть позором (презрением, стыдом) – καταντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω•
    покрыть славой – καλύπτω με δόξα•
    - ыто тайной – καλύπτεται με μυστήριο.
    καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. покрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα•

    нбо -лось тучами ο ουρανός συννέφιασε•

    покрыть морщинами -γεμίζω ρυτίδες•

    покрыть пеной σκεπάζομαι με αφρό•

    голос -лся шумом η φωνή σκεπάστηκε από το θόρυβο•

    дефицит -ется το έλλειμμα θα καλυφθεί.

    Большой русско-греческий словарь > покрыть

  • 5 скрыть

    скрою, скроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрытый, βρ: скрыт, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κρύβω• καλύπτω, σκεπάζω•

    тучи -ли солнце τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο•

    скрыть своё волнение κρύβω την ταραχή μου•

    скрыть свою радость κρύβω τη χαρά μου.

    2. κρατώ μυστικό (από κάποιον).
    3. εμπεριέχω• ενυπάρχω.
    κρύβομαι, σκεπάζομαι, καλύπτομαι•

    скрыть в кустах κρύβομαι στους θάμνους•

    преступник смог скрыть ο εγκληματίας μπόρεσε και κρύφτηκε.

    || εξαφανίζομαι, δραπετεύω•

    Наполеон -лся с острова Эльбы о Ναπολέων δραπέτευσε από το νησί Ελβα.

    || μτφ. παραμένω απαρατήρητος, καλυμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > скрыть

  • 6 утаить

    утаю, утаишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утанный βρ: -ан, -аена, -аено
    ρ.σ.μ.
    1. κρύβω, κρατώ μυστικό•

    утаить правду κρύβω την αλήθεια•

    он -ит, что е любит αυτός το κρύβει ότι την αγαπάει.

    || κρύβω (έτσι που ναμη φαίνεται)•

    шило в мешке не -ишь παρμ. το σουβλί στο σακκί δεν κρύβεται, κανένακρυφό δε μένει μυστικό.

    2. ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι (κρυφά)• υφαρπάζω• υπεξαιρώ.
    κρύβομαι-αποκρύπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > утаить

  • 7 закопать

    закопать θάβω, κρύβω στο χώμα
    * * *
    θάβω, κρύβω στο χώμα

    Русско-греческий словарь > закопать

  • 8 прятать

    прятать κρύβω \прятаться κρύβομαι
    * * *

    Русско-греческий словарь > прятать

  • 9 скрывать

    скрывать, скрыть κρύβω, κρύπτω \скрываться κρύβομαι; εξαφανίζομαι (исчезнуть)
    * * *
    = скрыть
    κρύβω, κρύπτω

    Русско-греческий словарь > скрывать

  • 10 укрывать

    укрывать, укрыть 1) (прикрыть) σκεπάζω, καλύπτω 2) (спрятать) κρύβω \укрываться 1) σκεπάζομαι 2) (спрятаться) κρύβομαι; \укрываться от дождя προστατεύομαι από τη βροχή
    * * *
    = укрыть
    1) ( прикрыть) σκεπάζω, καλύπτω
    2) ( спрятать) κρύβω

    Русско-греческий словарь > укрывать

  • 11 скрывать

    скрыва||ть
    несов прям., перен κρύβω, (άπό)κρύπτω:
    \скрывать престу́пника κρύβω τόν ἐγκληματία· он не \скрыватьет своих планов δέν κρύβει τά σχέδια του.

    Русско-новогреческий словарь > скрывать

  • 12 таить

    таить
    несов κρύβω, ἀποσιωπώ:
    \таить свое горе κρύβω τήν στενοχώρια μου· \таить злобу против кого́-л. κρατώ κακία κάποιου· э́то таит в себе большие возможности αὐτό μπορεί νά ἀποδώσει πολλά· ◊ нечего греха \таить разг τί νά τό κρύβουμε.

    Русско-новогреческий словарь > таить

  • 13 упрятать

    упрятать
    сов, упрятывать несов разг κρύβω:
    \упрятать в тюрьму φυλακίζω, χώνω στή φυλακή· \упрятать вещи κρύβω τά πράγματα.

    Русско-новогреческий словарь > упрятать

  • 14 утаивать

    утаивать
    несов, утаить сов I. (скрывать) κρύβω, κρύπτω:
    \утаивать правду κρύβω τήν ἀλήθεια·
    2. (присваивать) οἰκειοποιούμαι:
    \утаивать деньги τσεπώνὠ τά χρήματα· от него́ ничего не утаи́шь τίποτε δέν μπορείς νά κρατήσεις κρυφό ἀπ° αὐτόν.

    Русско-новогреческий словарь > утаивать

  • 15 запрятать

    -ячу, -ячишь
    ρ.σ.μ.
    κρύβω σε ασφαλές μέρος•

    запрятать деньги κρύβω τα χρήματα.

    || βάζω μέσα•

    запрятать руки в карманы βάζω τα χέρια στις τσέπες.

    (απλ.) κλείνω, περιορίζω (σε φυλακή κ.τ.τ.).
    κρύβομαι σε ασφαλές μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > запрятать

  • 16 маска

    θ.
    1. προσωπίδα, προσωπείο, μάσκα.
    2. μτφ. πρόσχημα, προσποίηση•

    маска равнодушия μάσκα απάθειας, αδιαφορίας•

    под -ой лояльности με τη μάσκα της νομιμοφροσύνης.

    || άγαλμα κεφαλιού ανθρώπου ή ζώου. || εκμαγείο, γύψινη μάσκα.
    3. προφυλακτικό μέσο•

    противогазная маска αντιασφυξιογονική μάσκα•

    фехтовальная маска μάσκα ξιφασκίας.

    4. (στρατ.) καμουφλάζ, -άρισμα.
    надеть (на себя) -у φορώ μάσκα (κρύβω την πραγματικότητα)• προσποιούμαι•

    носить -у φέρω (φορώ) μάσκα κρύβω το ουσιώδες, την αλήθεια προσποιούμαι•

    сорвать -у αφαιρώτο προσωπείο (φανερώνω).

    Большой русско-греческий словарь > маска

  • 17 маскировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маскированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. μεταμφιέζω, μασκαρεύω.
    2. καμουφλάρω, παραλλάσσω•

    маскировать пушки καμουφλάρω τα πυροβόλα.

    || μτφ. αποκρύπτω, κρύβω, καλύπτω•

    маскировать красивыми фразами καλύπτω με ωραίες φράσεις•

    маскировать своё смущение κρύβω την ταραχή μου.

    1. μεταμφιέζομαι, μασκαρεύομαι.
    2. καμουφλάρομαι, παραλλάσσομαι. || μτφ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > маскировать

  • 18 напрятать

    -ячу, -ячешь
    ρ.σ.μ. κρύβω (πολλά)•

    напрятать груду вещей κρύβω ένα σωρόπράγματα.

    Большой русско-греческий словарь > напрятать

  • 19 прятать

    прячу, прячешь
    ρ.δ.μ.
    1. κρύβω,κρύπτω, αποκρύπτω•

    неизвестно где (куда) он прячет деньги κανένας δεν ξέρει που κρύβει αυτός τα χρήματα.

    2. μτφ. κρατώ μυστικό•

    не прячь своих мыслей μη κρύβεις τις σκέψεις σου.

    || φυλάγω•

    прятать молоко в подвале διατηρώ το γάλα στο υπόγειο.

    εκφρ.
    прятать глаза (взгляд) – κρύβω το πρόσωπο (φοβούμαι να αντ ικρύσω).
    κρύβομαι•

    прятать от кого κρύβομαι από κάποιον•

    солнце -лось за хребет ο ήλιος βασίλεψε πίσω από τη βουνοκορφή (κορυφογραμμή).

    || μτφ. καλύπτομαι, καμουφλαρίζομαι•

    прятать за словами καμουφλαρίζομαι με λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > прятать

  • 20 закамуфлировать

    παραλλάσσω/παραλλάζω, αποκρύπτω, κρύβω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закамуфлировать

См. также в других словарях:

  • κρύβω — κρύβω, έκρυψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — έκρυψα, κρύφτηκα, κρυμμένος 1. τοποθετώ κάτι σε μυστικό μέρος, χώνω, σκεπάζω: Πού τον έχει κρυμμένο το θησαυρό; 2. αποσιωπώ, φυλάγω κάτι μυστικό: Χρόνια μου κρυβε το αίσθημά της. 3. συγκαλύπτω, προσπαθώ να μη γίνει κάτι φανερό: Κρύβει τα χρόνια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυβῶ — κρύπτω hide aor subj pass 1st sg (attic epic doric) κρυβάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύβω — κρύπτω hide pres subj act 1st sg κρύπτω hide pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκρύπτω — κ. κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. κρύβω) 1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό 2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιου νεοελλ. αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικό αρχ. μσν. επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του αρχ. φρ. 1. «ἀποκρύπτω …   Dictionary of Greek

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

  • κεύθω — (Α) (ποιητ. ρ.) 1. (κυρίως για τάφο) καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, κρύβω μέσα («ὅv οὐδὲ κατθανόντα γαῑα κεύθει», Αισχύλ.) 2. (στον παρακμ.) κέκευθα περιέχω, περιλαμβάνω («ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε», Ομ. Ιλ.) 3. έχω κάτι κρυμμένο, κρατώ κάτι κρυφό …   Dictionary of Greek

  • επικρύπτω — ἐπικρύπτω (Α) 1. καλύπτω, κρύβω («ὅδ’ ἀνήρ χείρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 2. μέσ. κρύβω τον σκοπό μου («ἐπεκρύπτοντο γὰρ ὅμως ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ ονόματι», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • θάβω — και θάπτω και θάφτω (AM θάπτω) 1. τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, ενταφιάζω 2. κηδεύω, τιμώ τον νεκρό με επικήδειες τελετές νεοελλ. 1. κρύβω οτιδήποτε μέσα στη γη, τό σκεπάζω με χώμα («έθαψαν τα κλοπιμαία») 2. κρύβω κάτι σε μέρος ασφαλές και… …   Dictionary of Greek

  • κατακρύπτω — (AM κατακρύπτω Α και κατακρύφω) κρύβω κάτι τελείως, κατακαλύπτω («τούς... Ἁθήνη νυκτὶ κατακρύψασα... ἐξῆγε», Ομ. Οδ.) μσν. αρχ. 1. περιβάλλω, καλύπτω («κατακρύπτει δ οὐ κόνις συγγόνων κεδνάν χάριν», Πίνδ.) 2. κρύβομαι 3. (για τους θεούς) κρύβω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»