-
1 κρεμαστός
[крэмастос] εκ. висящий, висячий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κρεμαστός
-
2 навесной
κρεμαστόςπρόσθετοςεξαρτημένος- замок το λουκέτο (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навесной
-
3 подвесной
κρεμαστός, αιωρούμενος, ανηρτημένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подвесной
-
4 зажим
1. (устройство) о σφιγκτήρας- με βίδαмонтажный эл. - συναρμολόγησης2. эл. о ακροδέκτης 3. (струбцина, скоба) о σφιγκτήρας με κοχλία 4. (действие) το σφίξιμο, η σύσφιγξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зажим
-
5 каток
тех. ο τροχίσκος, ο κύλινδρος, το ρολόболотный - για βάλτους/έληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > каток
-
6 компрессор
ο συμπιεστήςразг. το κομπρεσέρ (ξεν.)навесной - с.-х. κρεμαστός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компрессор
-
7 конвейер
тех. о μεταφορέας, η μεταφορική ταινίαроликовый - см. рольгангРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конвейер
-
8 опрыскиватель
ο ψεκαστήρας, ο ραντιστήραςнавесной - κρεμαστός -, αναρτημένος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опрыскиватель
-
9 вес
весм1. τό βάρος, τό ζύγι:атомный (молекулярный) \вес τό ἀτομικό[ν] (τό μοριακό) βάρος· удельный \весτό είδικό[ν] βάρος· меры \веса τά σταθμά, τά ζύγια· \весом в 100 килограммов βάρους ἐκατό κιλών на \вес μέ τό ζύγι· по \весу σύμφωνα μέ τό ζύγι (или βάρος), ἀνάλογα μέ τό βάρος· прибавить в \весе αὐξάνω τό βάρος, παχαίνω, βάζω βάρος· убавить в \весе ἐλαττώνω (или μειώνω) τό βάρος, ἀδυνατίζω, χάνω βάρος'2. спорт. τό βάρος:наилегчайший \вес ὑπερελαφρὠν βαρῶν легкий \вес ἐλαφρῶν βαρῶν полулегкий \вес ήμιελαφρων βαρῶν средний \вес μέσων βαρῶν полусредний \вес ήμιμέσων βαρὠν· тяжелый \вес βαρέων βαρών· превосходить в \весе ξεπερνώ στό βάρος, ζυγίζω περισσότερο·3. перен ἡ βαρύτης, ἡ ἀξία, τό κύρος:человек с большим \весом ἀνθρωπος μέ κύρος· ◊ на \весу́ κρεμαστός, ἀνηρτημένος· на \вес золота πολύ ἀκριβά, ἀκριβός σάν τό χρυσάφι. -
10 висячий
висячийприл κρεμαστός, κρεμάμενος, αἰωρούμενος. -
11 навесной
навеснойприл κρεμαστός, πρόσθετος:\навесной замок τό λουκέτο. -
12 обвислый
обви́с||лыйприл κρεμαστός / πλαδαρός, χαλαρός (о щеках). -
13 отвислый
отви́с||лыйприл κρεμαστός, κρεμάμενος, χαλαρός / πλαδαρός (дряблый):\отвислыйлые гу́-бы τά κρεμασμένα χείλια. -
14 подвесной
подвесн||ойприл κρεμαστός, αίωρη-τός, ἀνηρτημένος:\подвеснойая железная дорога ὁ ἐναέριος σιδηρόδρομος· \подвесной мост ἡ κρεμαστή γέφυρα -
15 фуникулер
фуникулерм ὁ κρεμαστός (или ὁ σχοινοκίνητος) σιδηρόδρομος. -
16 навесной
[ναβισνόΐ] εκ. κρεμαστός -
17 фуникулер
[φουνικουλιόρ] ουσ. α κρεμαστός σιδηρόδρομος -
18 навесной
[ναβισνόϊ] επ κρεμαστός -
19 фуникулер
[φουνικουλιόρ] ουσ α κρεμαστός σιδηρόδρομος -
20 висячий
επ.κρεμαστός• αναρτημένος•висячий эамок το λουκέτο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρεμαστός — hung masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 165 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, 82 χλμ. Α της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών του νομού Ευβοίας. * * * ή, ό (AM κρεμαστός, ή, όν) [κρεμάννυμι] 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
κρεμαστός — ή, ό αυτός που κρέμεται από κάπου, κρεμασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεμαστά — κρεμαστός hung neut nom/voc/acc pl κρεμαστά̱ , κρεμαστός hung fem nom/voc/acc dual κρεμαστά̱ , κρεμαστός hung fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστῶν — κρεμαστός hung fem gen pl κρεμαστός hung masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστόν — κρεμαστός hung masc acc sg κρεμαστός hung neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμασταῖς — κρεμαστός hung fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμασταί — κρεμαστός hung fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστοῖς — κρεμαστός hung masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστοί — κρεμαστός hung masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστοῦ — κρεμαστός hung masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)