-
1 κούνια
[кунья] ουσ. Θ. качелиΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κούνια
-
2 гамак
-
3 качели
-
4 закачать
ρ.σ.μ.1. κουνώ, λικνίζω, αποκοιμίζω•закачать ребенка на качелях αποκοιμίζω το παιδάκι στην κούνια.
2. παρατραμπαλίζω, ζαλίζω•закачать на качелях ζαλίζω στην κούνια ή τραμπάλα•
его -ло (απρόσ.) τον ζάλισε, τον έπιασε η θάλασσα.
3. τρομπάρω• αντλώ.4. αρχίζω να κουνώ, να τραμπαλίζω.1. κουράζομαι από το τραμπάλισμα.2. αρχίζω να κουνιέμαι. -
5 качалка
-и θ.1. αιώρα, κρεμαστή κούνια.2. παλ. φορείο ασθενών.3. (διαλκ.) κούνια βρέφους. -
6 колыбель
-и θ.1. κούνια, λίκνο, κοιτίδα.2. μτφ. τόπος όπου πρωτοεμφανίστηκε ή πρωτο-καλλιεργήθηκε κάτι, πατρίδα•Греция колыбель колыбель науки η Ελλάδα είναι η κοιτίδα της επιστήμης.
εκφρ.с (от) -и – από (την) κούνια (από μικρός ακόμα, παιδιόθεν). -
7 перекачать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекачанный, βρ: -чан, -а, -о.1. αντλώ από ένα μέρος σε άλλο μεταγγίζω, τραβατζάρω.2. αιωρώ, κουνώ (όλους, πολλούς).αιωρούμαι, κουνιέμαι, κάνω κούνια•все дети в парке -лись на качелях όλα τα παιδιά έκαναν κούνια, στο πάρκο.
-
8 качать
качать 1) κουνώ, κινώ \качать головой κουνώ το κεφάλι 2) (ребёнка ) νανουρίζω 3) (насо сом) τρομπάρω, αντλώ \качаться κουνιέμαι \качаться на качелях κάνω κούνια* * *1) κουνώ, κινώкача́ть голово́й — κουνώ το κεφάλι
2) ( ребёнка) νανουρίζω3) ( насосом) τρομπάρω, αντλώ -
9 качаться
кача́тьсяся на каче́лях — κάνω κούνια
-
10 качели
качелимн. ἡ κούνια, ἡ αἰώρα. -
11 колыбель
колыбел||ьж ἡ κοιτίς, ἡ κούνια· ◊ с \колыбельи ἀπό μωρό παιδί. -
12 люлька
люлька I ж τό λίκνο[ν], ἡ κούνια. люлька II ж (трубка) ἡ πίπα -
13 перевязь
перевяз||ьж1. воен. ὁ τελαμών, τό λουρί·2. мед. ὁ χειρολαβος, ἡ κούνια:у него рука на \перевязьи τό χέρι του εἶναι σέ χειρολάβο. -
14 качели
[κατσιέλι] ουσ. κληθ. κούνια -
15 колыбель
[καλυμπιέλ’] ουσ. θ. κούνια -
16 люлька
[λγιοόλ'κα] συσ. θ. κούνια -
17 качели
[κατσιέλι] ουσ πληθ κούνια -
18 колыбель
[καλυμπιέλ’] ουσ θ κούνια -
19 люлька
[λγιοόλ'κα] ουσ θ κούνια -
20 зыбка
-и θ. (διαλκ.) η κούνια.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κούνια — Βλ. λ. αιώρα. * * * η (Μ κούνια και κούνα) 1. το κρεβάτι τού μωρού («κούνια μου κούνα το παιδί κι αν κλάψει δώσ του γάλα», δημ. δίστιχο) 2. κάθισμα κρεμασμένο από κάπου με δύο αλυσίδες ή σχοινιά στο οποίο κάθεται και αιωρείται κάποιος, αιώρα… … Dictionary of Greek
κούνια — η 1. το λίκνο, το κρεβατάκι του βρέφους: Είναι κατεργάρης από κούνια. 2. τραμπάλα, κάθε συσκευή κατάλληλη για ταλάντευση: Κούνια, κουνιαρίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κούνια, Εουκλίντες ντα- — (Euclides da Cunha, Σάντα Ρίτα ντο Ρίο Νέγκρο 1866 – Ρίο ντε Τζανέιρο 1909). Βραζιλιάνος συγγραφέας, ιστοριογράφος και κοινωνιολόγος. Ο Κ. έγραψε, μεταξύ άλλων, ένα από τα πιο εντυπωσιακά έργα της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας με τον τίτλο Os sertes … Dictionary of Greek
Τριστάν ντα Κούνια — (Tristan da Cunha). Αρχιπέλαγος του νότιου Ατλαντικού ωκεανού, περίπου 2.800 χλμ. Δ του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Αποτελείται από το ομώνυμο νησί (104 τ. χμλ.), το μοναδικό κατοικημένο και 2 μικρότερα τα Ιναξέσιμπλ (10 τ. χλμ.) και… … Dictionary of Greek
αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… … Dictionary of Greek
ανεμόκουνα — κ. κουνια, η κρεμαστή κούνια των παιδιών … Dictionary of Greek
λίκνο — το (Α λίκνον και λεῑκνον) κούνια μωρού, κλίνη, αιώρα για βρέφος νεοελλ. 1. τόπος προέλευσης, γενέτειρα, κοιτίδα («η Ελλάδα είναι το λίκνο τού πολιτισμού») 2. φρ. «από τού λίκνου» από κούνια, από τη βρεφική ηλικία αρχ. ευρύ κάνιστρο στο οποίο… … Dictionary of Greek
λικνίζω — (Α λικνίζω) [λίκνον] νεοελλ. 1. κινώ παλινδρομικά την κούνια για να κοιμίσω το μωρό μέσα σ αυτήν 2. (γενικά) κινώ κάτι παλινδρομικά σαν κούνια 3. καθησυχάζω, βαυκαλίζω, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλές ελπίδες αρχ. λικμίζω, λιχνίζω … Dictionary of Greek
Αγία Ελένη — I Νησί (122 τ. χλμ.) στον νότιο Ατλαντικό, περίπου 1.900 χλμ. δυτικά των αφρικανικών ακτών (15° 55΄ Ν πλάτος, 5° 42΄ Α μήκος), που αποτελεί υπερπόντια κτήση της Μεγάλης Βρετανίας. Έχει περίπου 6.000 κατ., κυρίως νέγρους και μιγάδες. Πρωτεύουσά… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek