Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
κοφίνιον
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
κοφίνιον — κοφίνιον, τὸ (AM) βλ. κοφίνι … Dictionary of Greek
κοφίνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοφίνι — το (AM κοφίνιον) σκεύος από πλεκτά κλαδιά λυγαριάς ή καλαμιάς το οποίο χρησιμεύει για εναπόθεση και μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, μεγάλο καλάθι, κόφινος νεοελλ. 1. κυψέλη μελισσών 2. φρ. «στο καλάθι δεν χωράει και στο κοφίνι περισσεύει» λέγεται … Dictionary of Greek