Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κουταμάρα

См. также в других словарях:

  • κουταμάρα — η 1. η ιδιότητα τού κουτού, βλακεία, χαζομάρα 2. απερίσκεπτη πράξη, ανοησία («ήταν κουταμάρα να πας να τόν συναντήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + επίθημα αμάρα (πρβλ. βουβ αμάρα, σαχλ αμάρα)] …   Dictionary of Greek

  • κουταμάρα — η βλακεία, χαζομάρα, απερισκεψία: Όλο κουταμάρες κάνεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροκεφαλία — η [αλαφροκέφαλος] 1. επιπολαιότητα, ανοησία, κουταμάρα 2. ανόητη και επιπόλαιη πράξη …   Dictionary of Greek

  • ανακεφαλιά — η [ανακέφαλος] απερισκεψία, ανοησία, κουταμάρα …   Dictionary of Greek

  • καταμωραίνω — (Α) 1. καταστρέφω από κουταμάρα, καταδαπανώ σε ανόητα έργα («οὐδεὶς τὰ πατρῷα κατεδήδοκεν οὐδὲ κατεμώρανεν», Αντιφάν.) 2. κάνω κάποιον εντελώς ανόητο …   Dictionary of Greek

  • κουτοφέρνω — είμαι κάπως κουτός, κλίνω προς την κουταμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + φέρνω (πρβλ. χαζο φέρνω)] …   Dictionary of Greek

  • μωρία — η (ΑΜ μωρία, Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [μωρός] η ιδιότητα τού μωρού, βλακεία, ανοησία, αφροσύνη νεοελλ. ιατρ. διανοητική καθυστέρηση σε βαθμό που απαιτείται φροντίδα και προστασία τού πάσχοντος (νεοελλ. μσν.) λόγος ή πράξη ανόητη,… …   Dictionary of Greek

  • μωρολογία — η (ΑΜ μωρολογία) [μωρολογώ] ανόητος λόγος, ανοητολογία κουταμάρα («τὰ δὲ μεγάλα καὶ ἐπανεστηκότα μωρολογίας καὶ ἀδολεσχίας», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • σαχλαμάρα — η, Ν σαχλός, ανούσιος, άνοστος λόγος ή σαχλή πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαχλός + κατάλ. (α)μάρα (πρβλ. κουτός: κουταμάρα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»