-
1 κουτί
[кути] ουσ. о. коробка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουτί
-
2 коробка
коробкаж τό κουτί:картонная \коробка κουτί ἀπό χαρτόνι· жестяная \коробка τενεκεδένιο κουτί· \коробка спичек τό κουτί σπίρτα· \коробка конфет τό κουτί μέ σοκολατίνια· <> черепная \коробка анат. τό κρανίο[ν]· \коробка скоростей тех. τό κιβώτιο[ν] ταχυτήτων. -
3 коробка
коробка ж 1) в рази. знач. το κουτί \коробка спичек ένα κουτί σπίρτα 2) тех. το κιβώτιο ◇ черепная \коробка το κρανίο* * *ж1) в разн. знач. το κουτίкоро́бка спи́чек — ένα κουτί σπίρτα
2) тех. το κιβώτιο••черепна́я коро́бка — το κρανίο
-
4 банка
банк||аж1. τό δοχεῖο[ν], τό κουτί / τό βάζο (стеклянная):жестяная \банка τό τενεκεδένιο κουτί; консервная \банка κουτί κονσέρβας;2. мед. ἡ βεντοῦζα:ставить \банкаи βάζω βεντοῦζες; ◊ лейденская \банка физ. ἡ λουγδονική λάγηνος. -
5 коробка
το κιβώτιο, το κυτίο, разг. το κουτίвводная эл. - εισόδουвходная - (центробежного вентилятора) - εισαγωγής (του φυγόκεντρου ανεμιστήρα)дверная - το πλαίσιο της πόρτας/θύραςкабельная эл. о πίνακας/το κιβώτιο καλωδίωνкингстонная мор. - θαλάσσηςклеммная эл. - επαφώνраспределительная эл. - διανομήςсоединительная - συνδέσεων, συνδετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коробка
-
6 банка
банка ж 1) το κουτί το δοχείο (стеклянная ) 2) мн. \банкаи мед. οι βεντούζες ставить \банкаи βάζω βεντούζες* * *ж1) το κουτί; το δοχείο ( стеклянная)2) мн.ба́нки — мед. οι βεντούζες
ста́вить ба́нки — βάζω βεντούζες
-
7 из-под
из-под 1) από, κάτω από приехать \из-под Тулы έρχομαι από Τούλα 2) (для) για, από, коробка \из-под конфет το κουτί από σοκολατένια* * *1) από, κάτω απόприе́хать из-под Ту́лы — έρχομαι από Τούλα
2) ( для) για, απόкоро́бка из-под конфе́т — το κουτί από σοκολατένια
-
8 спички
спички ж мн. τα σπίρτα; коробок \спичкиек ένα κουτί σπίρτα; зажечь \спичкику ανάβω σπίρτο* * *ж мн.τα σπίρταкоробо́к спи́чек — ένα κουτί σπίρτα
заже́чь спи́чку — ανάβω σπίρτο
-
9 шкатулка
-
10 банка
банка 1-и θ.1. δοχείο γυάλινο ή μεταλλικό, βάζο, κουτί•консервная банка κουτί κονσέρβας.
2. -и πλθ. οι βεντούζες•ставить банка ρίχνω βεντούζες.
εκφρ.лейденская банка – λαγδονική λάγινος.банка 2-и θ. σέλμα, πάγκος, τουράκι (κάθισμα κωπηλάτη).банка 3-и θ. σύρτη, αμμώδης ύφαλος. -
11 коробка
-и θ.1. κουτί• κουτάκι•коробка спичек κουτάκι σπίρτων, σπιρτοκούτι•
картонная коробка χαρτονένιο κουτί.
|| η κάψα, καρίκι.2. σκελετός κτιρίου.3. πλαίσιο, τετράξυλο, τελάρο.εκφρ.коробка скоростей – κιβώτιο ταχυτήτων•черепная коробка – κρανιακή κάψα, κρανίο. -
12 банка
I. 1. (стеклянная) το δοχείο, το βαζάκι(металлическая) το κουτί2. мед. η βεντούζα. II.(отмель) η σύρτις, η ξέρα, ο αμμώδης ύφαλος.III.(сиденье на шлюпке) о πάγκος λέμβου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > банка
-
13 ящик
το κιβώτι/ο, το κουτί, το κύτιο, разг. η κούταукладывать товар в - и τοποθετώ/βάζω το εμπόρευμα σε - αвоздушный (спасательной шлюпки) - αέρος, ο θάλαμος αέροςканатный - мор. см. цепной -кингстонный мор. - θαλάσσηςотливной мор. - εξαγωγήςпочтовый - (домашний для получения почты или на улице для отправления писем) το γραμματοκιβώτιοраспределительный эл. - διανομήςцепной - το φρεάτιο αλύσεως, разг. το στρίτσιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ящик
-
14 жестянка
жест||янкаж1. (коробка) τό τενεκεδένιο κουτί, ὁ τενεκές·2. (кусок жести) разг ὁ τενεκές. -
15 из-под
из-подпредлог с род. п.1. (откуда) Ιΐπό) κάτω, κάτωθεν:\из-под стола (ἀπό) κάτω ἀπ' τό τραπέζι·2. (для) γιά, διά, ἀπό:коробка \из-под конфет κουτί ἀπό καραμέλλες· ◊ -носу разг κάτω ἀπ' τήν μύτη· \из-под па́лки разг μέ τό ζόρι, μέ τό στανιό. -
16 картонка
картонкаж κουτί ἀπό χαρτόνι:\картонка для шляп ἡ καπελλιέρα. -
17 конфетный
конфет||ныйприл ἀπό καραμέλες:\конфетныйная фабрика ἐργοστάσιο ζαχαρωτών \конфетныйная коробка κουτί ἀπό σοκολατίνια. -
18 консервный
консерв||ныйприл της κονσέρβας:\консервныйная банка τό κουτί τής κονσέρβας· \консервныйная промышленность ἡ βιομηχανία κονσερβών, ἡ κονσερβοποιία· \консервный завод τό ἐργοστάσιο κονσερβών. -
19 короб
коробм τό κουτί, τό κιβώτιο[ν]· ◊ наговорить с три \короба разг λέω πολλά λόγια· целый \короб новостей ἕνα σωρό νέα. -
20 ларец
ларецм ἡ κασετίνα, τό κουτί.
См. также в других словарях:
κουτί — το (Μ κουτί) κατασκεύασμα από ξύλο, μέταλλο, χαρτί κ.ά. ύλες σε σχήμα κυρίως ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, μέσα στο οποίο τοποθετούνται ή συσκευάζονται διάφορα πράγματα νεοελλ. φρ. α) «έγινε τού κουτιού» ντύθηκε πολύ κομψά και στολίστηκε β) «κουτί … Dictionary of Greek
κουτί — το 1. κιβωτίδιο, θήκη. 2. φέρετρο, κάσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοὔτι — οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαύρο κουτί — (flight recorder). Ειδική συσκευή, η οποία καταγράφει διάφορα στοιχεία μιας αεροπορικής πτήσης, όπως για παράδειγμα της κατεύθυνσης, της ταχύτητας, του υψομέτρου και άλλων ενδείξεων οργάνων, και των συνομιλιών του πληρώματος σε πραγματικό χρόνο.… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
καφεκούτι — το 1. δοχείο στο οποίο τοποθετείται και προφυλάσσεται από την υγρασία και τους ρύπους ο καφές, καφετιέρα 2. μτφ. γυναίκα που έχει γεράσει πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κούτι (< κουτί), πρβλ. σπιρτο κούτι, τσιγαρο κούτι] … Dictionary of Greek
κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… … Dictionary of Greek
κούτα — η μεγάλο κουτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α, κουτάλ α)] … Dictionary of Greek
πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… … Dictionary of Greek