-
1 κουβάρι
[кувари] ουσ. о. клубокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουβάρι
-
2 клубок
-бка α. κουβάρι•разматывать ξετυλίγω το κουβάρι.
-ом σαν κουβάρι•кошка свернулась -ом η γάτα μαζεύτηκε κουβάρι.
|| πλήθος περιπλεγμένο, ανακατεμένο•противоречий πλήθος ανεπίλυτων αντιθέσεων•
клубок событий πλήθος αξεδιάλυτων γεγονότων.
εκφρ.клубок в горле (стоит, застрял, подступил, подкатил(ся) – μου στάθηκε κόμπος ή σπασμός στο λαιμό. -
3 моток
мотокм τό κουβάρι:\моток ни́ток τό κουβάρι κλωστἤ \моток пряжи τό κουβάρι νήμα. -
4 клубок
-
5 моток
-
6 клубок
клуб||окм1. ἡ τολύπη, τό κουβάρι·2. (в горле) ὁ σπασμός τοῦ λάρυγγα· ◊ свернуться \клубокком συσπειρώνομαι, γίνομαι κουβάρι. -
7 комок
комокм ὁ (σ)βῶλος (земли и т. п.)/ τό κουβάρι (бумаги)· ◊ свернуться в \комок γίνομαι κουβάρι, κουβαριάζομαι· \комок нервов εὐερέθιστος, ὅλος νεΰρα. -
8 вить
вью, вьёшь, παρλθ. χρ. вил, -а,вило προστκ. вей, παθ. μτχ. витый, βρ: вит, -а, -о, ρ.δ.μ.1. πλέκω, συστρέφω•вить веревку πλέκω τριχιά•
вить венки πλέκω στεφάνια.
|| κουβαριάζω, μαζεύω κουβάρι•вить пряжу μαζεύω το νήμα κουβάρι•
вить шелк περιτυλίγω το μετάξι.
|| κάμπτω, λυγίζω (το σώμα ή μέλος αυτού).εκφρ.вить веревки из (кого) – κάνω όπως θέλω (κάποιον).1. περιπλέκομαι, περιτυλίγομαι, ελίσσομαι, συστρέφομαι•у него волосы вьются от природы τα μαλλιά του είναι κατσαρά μόνα τους (από τη φύση)•
плющ вьется ο κισσός περιτυλίγεται•
вьется пыль из-под копыт коней κλωθανεβαίνει η σκόνη από τις οπλές των αλόγων.
2. στροβιλίζω•снег -ется το χιόνι στροβιλίζει•
орел вьется над горой ο αετός στριφογυρίζει πάνω απ’ το βουνό.
3. περιστρέφομαι, γυρίζω, στριφογυρίζω•дети вьются около матери τα παιδιά στριφογυρίζουν στη μάνα τους.
4. πλέκομαι, συστρέφομαι•веревки вьются из пеньки οι τρίχες πλέκονται από καννάβι.
-
9 ком
-а, πλθ. комья-ьев α. σβώλος• κομμάτι.εκφρ.ком в горле (стоит, застрял – κ.τ.τ.); ком поступил (подкатился κ.τ.τ.) к горлу μου στάθηκε κόμπος (ή σπασμός) στο λαιμό•свернуться в ком (комом) – μαζεύομαι κουβάρι, συσπειρώνομαι•слиться (съежить(ся) в ком (комом) – μαζεύομαι κουβάρι (σαν τον σκατζόχοιρο). -
10 клубок
текст. το κουβάρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клубок
-
11 моток
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > моток
-
12 крендель
крендел||ьм τό κουλούρι, τό κουλουράκι· ◊ свернуться \крендельем γίνομαι κουβάρι, κουλουριάζομαι. -
13 переливать
переливатьнесов1. μεταγγίζω, χύνω/ τραβατζάρω (вино, масло):\переливать кровь мед. κάνω μετάγγιση αίματος·2. (через край) κάνω νά ξεχειλίσει·3. (переплавлять) ξαναλυώνω (μετ.), ἀνατήκω, ξαναχύνω:\переливать колокола в пушки ξαναλυώνω τις καμπάνες γιά νά κάνω κανόνια·4. (о красках) ίριδίζω, ἀντανακλώ:\переливать всеми цветами радуги ίριδίζω (или ἀντανακλώ) ὅλα τά χρώματα· ◊ \переливать из пустого в порожнее разг ἀεροκοπανῶ, κάνω τόν ἄνεμο κουβάρι. -
14 пустой
пуст||ойприл1. κενός, ἄδειος/κούφιος (полый)/ ἀκατοίκητος (о жилье)/ ἔρημος (безлюдный):\пустой чемодан ἡ ἄδεια βαλίτσα· \пустойо́е пространство ὁ κενός χώρος, τό κενό·2. (бессодержательный) τιποτέ-νιος, κούφιος:\пустой человек τιποτένιος (или κούφιος) ἄνθρωπος· что за \пустойа́я голова! τί κούφιο κεφάλι!·3. (неосновательный, напрасный) μάταιος, φροῦδος, ἀβάσιμος:\пустойые слова λόγια τοῦ ἀέρα, ἀερολογήμα-τα, κενά λόγια· \пустойые обещания οἱ κενές ὑποσχέσεις, τά παχειά λόγια· \пустойые мечты τά μάταια ὀνειρα, οἱ φαντασιοκοπίες· \пустойая отговорка ἡ πρόφαση· ◊ с \пустойыми руками μέ ἄδεια χέρια· переливать из \пустойо́го в порожнее погов. κοπανώ ἀέρα, κάνω τόν ᾶνεμο κουβάρι, δεματιάζω τ' αὐγά· \пустойо́е место ἡ νοῦλα, τό μηδενικό. -
15 комок
[καμόκ] ουσ. α. κουβάρι -
16 моток
[ματόκ] ουσ. α. κουβάρι -
17 комок
[καμόκ] ουσ α κουβάρι -
18 моток
[ματόκ] ουσ α κουβάρι -
19 ёж
ежа α.1. σκαντζόχοιρος, ακανθόχοιρος, εχίνος ο χερσαίος•ёж свернулся в клубок ο σκαντζόχοιρος μαζεύτηκε κουβάρι.
|| κακός, δηκτικός, κακοήθης.2. αντιαοματικοι σιδερένιοι, πάσσαλοι μπηγμένοι στη γη.3. επίρ. ежом σαν τον σκαντζόχοιρο.εκφρ.морской ёж – αχινός. -
20 извязать
-яжу, -яжешьρ.σ.μ. ξοδεύω, καταναλώνω για δέσιμο•извязать клубок шерсти ξοδεύω ένα κουβάρι μάλλινη κλωστή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κουβάρι — το (Α κουβάριον, Μ κουβάριν) 1. νήμα τυλιγμένο 2. φρ. «γίνομαι κουβάρι» κουλλουριάζομαι, μαζεύομαι, συσφίγγομαι, ιδίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά νεοελλ. 1. κάθε πράγμα τυλιγμένο σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλακωμένο («κουβάρι έγινε το φόρεμά … Dictionary of Greek
κουβάρι — το νήμα τυλιγμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκλαμίδα — η μικρή ποσότητα νήματος τυλιγμένη σφαιρικά, που χρησιμεύει ως βάση για το τύλιγμα άλλου νήματος, ώστε να σχηματισθεί κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. globus ή glomus (= σφαιροειδές σώμα, κουβάρι) από το glomus σχηματίστηκε στα Ελληνικά το… … Dictionary of Greek
κουβαρίς — κουβαρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος εντόμου που μαζεύεται σαν κουβάρι μπροστά σε κίνδυνο, ο ίουλος ή ονίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κουβαρίς και κουβάριον είναι υποκορ. τής λ. κόβαρος ὄνος (κατά τον Ησύχ.), η οποία είναι άγνωστης ετυμολ.) Το έντομο αυτό έλαβε… … Dictionary of Greek
κουβαριά — η [κουβάρι] μεγάλο κουβάρι … Dictionary of Greek
κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
ξεκουβαριάζω — ξετυλίγω κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κουβαριάζω (< κουβάρι)] … Dictionary of Greek
κουβαράκι — το υποκορ. του κουβάρι μικρό κουβάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
кубарь — м. волчок (детск. игр.) , кубец – то же, кубарем; скорее всего от куб, кубовина; см. Бернекер 1, 636; Преобр. I, 403; Соболевский, РФВ 70, 90; против, без веских оснований, выступил Коген (ИОРЯС 19, 2, 296). Неверно производить это слово из нов.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αγαθίς — ἀγαθίς ( ίδος), η (AM) νήμα σφαιρικά τυλιγμένο, κουβάρι μσν. η σησαμίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με το ἀγαθὸς] … Dictionary of Greek
ακουβάριαστος — η, ο αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι «ακουβάριαστο μαλλί». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω] … Dictionary of Greek