-
1 κοσκίνισμα
[коскинизма] ουσ. о. просеивание сквозь сито, решето.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοσκίνισμα
-
2 рассев
1. (машина) το συγκρότημα σεί-στρωνο διαχωριστής2. (с.-χ.) η ταξινόμηση κατά μέγεθοςτο κοσκίνισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассев
-
3 пересев
1. (повторный сев) η επαναληπτική σπορά 2. (повторное просеивание) το επαναληπτικό κοσκίνισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересев
-
4 просеивание
το κοσκίνισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > просеивание
-
5 грохочение
-я ουδ. (τεχ.) κοσκίνισμα. -
6 досеять
-сего, -сеешь ρ.σ.μ.1. αποσπέρνω, τελειώνω τη σπορά.2. αποκοσκινίζω, τελειώνω τό κοσκίνισμα. -
7 отсев
-а α.1. κοσκίνισμα.2. εκκαθάριση, πέρασμα από το κόσκινο. || κοσκινισμένο υλικό. || μτφ. σκόρπισμα, διασπορά• εγκατάλειψη, παράτημα αποχώρηση. -
8 просев
-а α.1. κοσκίνισμα, κρησάρισμα.2. βλ. огрех (1 σημ.). -
9 просеивание
-я ουδ.κοσκίνισμα, κρησάρισμα. -
10 шастанье
-я ουδ.κοσκίνισμα.
См. также в других словарях:
κοσκίνισμα — το [κοσκινίζω] 1. πέρασμα από κόσκινο («το στάρι θέλει κοσκίνισμα») 2. λεπτομερής και εξονυχιστική εξέταση 3. χαμηλής συχνότητας δόνηση τού συστήματος διεύθυνσης τού αυτοκινήτου που παρατηρείται σε κυματοειδές οδόστρωμα και οφείλεται σε κακή… … Dictionary of Greek
κοσκίνισμα — το, ατος 1. το πέρασμα από το κόσκινο, κρησάρισμα. 2. λεπτομερής εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσκινιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοσκίνισμα, ο σχετικός με το κοσκίνισμα («κοσκινιστική μηχανή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοσκινιστικά δαπάνη ή αμοιβή για κοσκίνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Στέφ.… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… … Dictionary of Greek
ήθηση — η (Α ἤθησις) [ηθώ] η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα αρχ. (για πέτρες) 1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.) 2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος … Dictionary of Greek
αδρόβωλο — το συνήθως στον πληθ. τα αδρόβωλα τα υπολείμματα αδρών βώλων μετά το κοσκίνισμα οσπρίων ή σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. επίθ. ἁδρόβωλος < ἁδρός + βῶλος. ΠΑΡ. αδροβολίζω] … Dictionary of Greek
αιρόσιτα — τα οι άχρηστες ουσίες και κυρίως η αίρα, που αποχωρίζονται από το σιτάρι με το κοσκίνισμα, τα αποκοσκινίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα + σίτος] … Dictionary of Greek
αποκοσκινίδι — το (κυρίως πληθ., ίδια) ό,τι απομένει από το κοσκίνισμα, τα σκύβαλα … Dictionary of Greek
αποκοσκινίζω — 1. τελειώνω το κοσκίνισμα 2. εξετάζω λεπτομερώς … Dictionary of Greek
διάττησις — διάττησις, η (Α) [διαττώ] κοσκίνισμα … Dictionary of Greek