Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κοσκίνισμα

См. также в других словарях:

  • κοσκίνισμα — το [κοσκινίζω] 1. πέρασμα από κόσκινο («το στάρι θέλει κοσκίνισμα») 2. λεπτομερής και εξονυχιστική εξέταση 3. χαμηλής συχνότητας δόνηση τού συστήματος διεύθυνσης τού αυτοκινήτου που παρατηρείται σε κυματοειδές οδόστρωμα και οφείλεται σε κακή… …   Dictionary of Greek

  • κοσκίνισμα — το, ατος 1. το πέρασμα από το κόσκινο, κρησάρισμα. 2. λεπτομερής εξέταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσκινιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοσκίνισμα, ο σχετικός με το κοσκίνισμα («κοσκινιστική μηχανή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοσκινιστικά δαπάνη ή αμοιβή για κοσκίνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Στέφ.… …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

  • ήθηση — η (Α ἤθησις) [ηθώ] η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα αρχ. (για πέτρες) 1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.) 2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος …   Dictionary of Greek

  • αδρόβωλο — το συνήθως στον πληθ. τα αδρόβωλα τα υπολείμματα αδρών βώλων μετά το κοσκίνισμα οσπρίων ή σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. επίθ. ἁδρόβωλος < ἁδρός + βῶλος. ΠΑΡ. αδροβολίζω] …   Dictionary of Greek

  • αιρόσιτα — τα οι άχρηστες ουσίες και κυρίως η αίρα, που αποχωρίζονται από το σιτάρι με το κοσκίνισμα, τα αποκοσκινίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα + σίτος] …   Dictionary of Greek

  • αποκοσκινίδι — το (κυρίως πληθ., ίδια) ό,τι απομένει από το κοσκίνισμα, τα σκύβαλα …   Dictionary of Greek

  • αποκοσκινίζω — 1. τελειώνω το κοσκίνισμα 2. εξετάζω λεπτομερώς …   Dictionary of Greek

  • διάττησις — διάττησις, η (Α) [διαττώ] κοσκίνισμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»