Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κορμοστασιά

  • 1 κορμοστασιά

    [кормостасья] ουσ. Θ. стан, рост, осанка,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κορμοστασιά

  • 2 фигура

    фигура
    ж
    1. (человека) τό σώμα, ἡ κορμοστασιά, τό παράστημα:
    у него хорошая \фигура ἔχει καλό παράστημα· стройная \фигура ἡ λυγερή κορμοστασιά·
    2. перен τό πρόσωπο[ν]:
    крупная \фигура τό σπουδαίο πρόσωπο· жалкая \фигура τό ἀξιολύπητο πρόσωπο·
    3. мат, лит. τό σχήμα:
    геометрическая \фигура τό γεωμετρικό σχήμα· риторическая \фигура τό ρητορικό σχήμα·
    4. шахм. τό πιόνι, ὁ πεσσός·
    5. (в спорте, в танцах) ἡ φιγούρα·
    6. (скульптура) τό ἄγαλμα:
    мраморная \фигура τό μαρμάρινο ἄγαλμα· ◊ \фигура высшего пилотажа οἱ ἀκροβατικές ἀεροπορικές ἀσκήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > фигура

  • 3 фигура

    θ.
    1. παλ. μορφή, σχήμα• είδος• φιγούρα•

    фигура земли η μορφή της γης.

    2. σχήμα.• геометрические -ы γεωμετρ ικά σχήματα.
    3. φιγούρα χορού.
    4. μορφή λόγου•

    риторическая фигура ρητορικό σχήμα.

    || γλυπτή ή ζωγραφική παράσταση ανθρώπου ή ζώου εικόνα η μορφή•

    восковые -ы μορφές από κερί.

    5. κορμοστασιά, παράστημα, φόρμα, κόψη;•

    строиная фигура ωραία κορμοστασιά.

    6. άνθρωπος, πρόσωπο,άτομο•

    -подозрительная фигура ύποπτο πρόσωπο.

    || προσωπικότητα•

    крупная политическая фигура μεγάλη πολιτικήπροσωπικότητα.

    || φιγούρα παιγνιόχαρτου. || (στο σκάκι)δύναμη (βασιλιάς -ίλισσα, ο πύργος, ο αξιωματικός και το άλογο) σε αντίθεση με τα πιόνια.
    εκφρ.
    высшего пилотажа – αεροπορικές επιδείξεις ή ακροβασίες.

    Большой русско-греческий словарь > фигура

  • 4 фигура

    1. физ., мат. το σχήμα, η μορφή
    η φιγούρα (ξεν.)
    2. (положение, позиция) η στάση 3. (физический облик, телосложение) η μορφή
    разг. η κορμοστασιά

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фигура

  • 5 фигура

    ж
    1) мат. το σχήμα
    2) ( человека) το παράστημα, η κορμοστασιά; η φιγούρα (в спорте, танце)
    3) шахм. η φιγούρα

    потеря́ть фигу́ру — χάνω μια φιγούρα

    разме́н фигу́р — η αλλαγή

    Русско-греческий словарь > фигура

  • 6 богатырский

    богатырск||ий
    прил παλληκαρήσιος, λεβέντικος:
    \богатырскийое сложение ἡ λεβέντικη κορμοστασιά; \богатырскийая сила ἡ ἡράκλεια δύναμη; \богатырскийое здоровье ἡ σιδερένια ὑγεία; \богатырский голос ἡ στεντόρεια φωνή.

    Русско-новогреческий словарь > богатырский

  • 7 выправка

    выправка
    ж τό παράστημα, τό παρου-σιαστικό[ν], ἡ κορμοστασιά:
    военная \выправка τό στρατιωτικό παράστημα.

    Русско-новогреческий словарь > выправка

  • 8 осанка

    осан||ка
    ж τό ὕφος, ἡ κορμοστασιά / ἡ ἀξιοπρέπεια (величественная).

    Русско-новогреческий словарь > осанка

  • 9 стройность

    стройн||ость
    ж
    1. ἡ καλή κορμοστασία (человека, фигуры)! ἡ ἀρμονία, ἡ ἐπιβλη-τικότητα [-ης] (здания и т. ἡ.)·
    2. (звуков; тж. перен) ἡ ἀρμονα:
    \стройность мыслей ἡ ἀρμονία τών ιδεών.

    Русско-новогреческий словарь > стройность

  • 10 выправка

    [βύπραφκα] ουσ. θ. κορμοστασιά

    Русско-греческий новый словарь > выправка

  • 11 выправка

    [βύπραφκα] ουσ θ κορμοστασιά

    Русско-эллинский словарь > выправка

  • 12 осанка

    θ.
    ωραίο παρουσιαστικό ή παράστημα ωραία κορμοστασιά.

    Большой русско-греческий словарь > осанка

  • 13 склад

    α.
    αποθήκη•

    склад оружия οπλαποθή-κη•

    торговый склад εμπορική αποθήκη•

    вещевой склад αποθήκη πραγμάτων•

    дровяной склад ξυλαποθήκη•

    продовольственный склад αποθήκη τροφίμων•

    склад боеприпасов αποθήκη πυρομαχικών.

    -а (-у) α.
    1. κράση• ιδιοσυγκρασία, πάστα• χαρακτήρας•

    душевный склад ψυχοσύνθεση•

    нравственный склад ηθικός χαρακτήρας;

    διάπλαση•

    физический склад σωματική διάπλαση.

    || μορφή, σχήμα, φιγούρα, κορμοστασιά•

    склад фигуры το κόψιμο, το σουλούπι.

    2. τρόπος, είδος•

    жизни τρόπος ζωής.

    || δομή, φτιάξιμο, σύνθεση•

    трехголосый склад песни τρίφωνη σύνθεση του τραγουδιού.

    || κομψότητα, χάρη. || σειρά, νόημα.

    Большой русско-греческий словарь > склад

  • 14 собранность

    θ.
    το καλοκαμωμένο του σώματος• η ωραία κορμοστασιά.

    Большой русско-греческий словарь > собранность

  • 15 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 16 статья

    -й, γεν. πλθ. -ей, δοτ. -тьям θ.
    1. άρθρο, δημοσίευμα•

    газетная статья άρθρο εφημερίδας•

    передовая статья κύριο άρθρο•

    критическая статья κριτικό άρθρο.

    2. ειδική διάταξη νόμου, συνθήκης•

    -ьй уголовного кодекса άρθρα του ποινικού κώδικα•

    статья мирного договора άρθρα της συνθήκης ειρήνης•

    статья закона άρθρο του νόμου.

    3. ειδική υποδιαίρεση λογιστικής•

    -ьй дохода άρθρα εσόδων.-

    4. κατηγορία, είδος• τομέας.
    5. παλ. στρατ. βαθμίδα, βαθμός•
    επιλοχίας πρώτου βαθμού.
    6. (απλ.) κορμοστασιά, κόψιμο.
    εκφρ.
    по всем -ьямκ. во всех -ьях καθ όλα, κατά πάντα• από κάθε άποψη.

    Большой русско-греческий словарь > статья

См. также в других словарях:

  • κορμοστασιά — η η στάση του ανθρώπινου σώματος, παράστημα: Έχει ωραία κορμοστασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορμοστασιά — η η στάση τού ανθρώπινου σώματος, το παράστημα, κυρίως το λεβέντικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κορμο στασία με καταβιβασμό τού τόνου και συνίζηση κορμός + στασία (< στάτης < ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι), πρβλ. επι στασία, ορθο στασία] …   Dictionary of Greek

  • αγγελόκορμος — η, ο αυτός που έχει αγγελικό σώμα, ωραία κορμοστασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + κορμί] …   Dictionary of Greek

  • ανάριμμα — το 1. αυτό που ρίχνεται (π.χ. λιθάρι) 2. που πετιέται, απορρίμματα, μπάζα 3. ανάστημα, παράστημα, κορμοστασιά …   Dictionary of Greek

  • ανεντράνισμα — το (Μ ἀνεντράνισμα) 1. ματιά, βλέμμα 2. παράστημα, κορμοστασιά …   Dictionary of Greek

  • δεντρομολόχα — Ποώδες φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό με την επιστημονική ονομασία αλθαία η ροδίνη. Είναι αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα. Με τις μεθόδους της επιλογής και της διασταύρωσης έχει δημιουργηθεί πλήθος ανθοκομικών ποικιλιών, με… …   Dictionary of Greek

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

  • κορμί — το (ΑM κορμίον, Μ και κορμί και κορμίν) σώμα, κυρίως ανθρώπινο, αλλά και ζώου νεοελλ. ο κορμός τού σώματος ανθρώπου ή και ζώου 2. παράστημα, κορμοστασιά 3. άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, ανθρώπινη υπόσταση (α. «από τα λόγια τα μορφα κορμί μεγάλον… …   Dictionary of Greek

  • λεβεντόγερος — ο γέρος με ωραία, αρρενωπή κορμοστασιά ή και με δυναμικό, ανυπότακτο χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

  • μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …   Dictionary of Greek

  • νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»