Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κοπέλα

См. также в других словарях:

  • κοπέλα — η (Μ κοπέλλα) 1. νεαρή γυναίκα, κορίτσι, κόρη («τίς ξέρ αν είν κι αγάπησε άλλην κοπέλα ξένη», Ερωτόκρ.) 2. υπηρέτρια, δούλα νεοελλ. φρ. «η κοπέλα μου» το κορίτσι με το οποίο σχετίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coppella] …   Dictionary of Greek

  • κοπέλα — η (λ. ιταλ.) 1. κορίτσι, νέα. 2. ερωμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοπελίστικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κοπέλα ή αυτός που ταιριάζει σε κοπέλα 2. παιδικός, παιδιάστικος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπελίστικα τα παιδιαρίσματα, οι παιδικές ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. αγορ ίστικος …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция …   Википедия

  • καυχουδιά — καυχουδιά, ἡ (Μ) νέα κοπέλα, κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύχα + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα, πλεξ ούδα) με καταβιβασμό τού τόνου και προσθήκη τής κατάλ. ιά κατά τα κοπέλα κοπελιά] …   Dictionary of Greek

  • κοπελίτσα — η (Μ κοπελλίτσα) [κοπέλα] μικρή κοπέλα …   Dictionary of Greek

  • κοπελιά — Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του κεντρικού τμήματος του νομού, στα όρια με τον νομό Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινούντος. * * * η κοπέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοπελούδα — και κοπελούλα, η (Μ κοπελούδα) μικρή κοπέλα, μικρό κορίτσι, κοπελίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + υποκορ. κατάλ. ούδα (πρβλ. πλεξ ούδα)] …   Dictionary of Greek

  • κορίτσι — το (Μ κορίτσι) 1. παιδί θηλυκού γένους, μικρή κόρη, κοράσιο («έχει δύο αγόρια και τρία κορίτσια») 2. παρθένα, ανύπαντρη κοπέλα 3. νεαρή γυναίκα, νεάνιδα νεοελλ. φρ. «το κορίτσι μου» η κοπέλα με την οποία σχετίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»