-
1 κομματικός
[комматикос] ас. относящийся к партии, партийный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κομματικός
-
2 партийный
-
3 партийный
επ., βρ: -иен, -ийна, -ийно.κομματικός•партийный актив κομματικό ακτίφ•
-ая дисциплина κομματική πειθαρχία•
-ые кадры κομματικά στελέχη•
-ое руководство κομματική καθοδήγηση•
партийный съезд συνέδριο του κόμματος•
-ая организация κομματική οργάνωση•
партийный билет κομματικό βιβλιάριο•
-ое собрание η κομματική συνέλευση•
партийный стаж κομματική ηλικία.
|| ουσ. партийный, -ая ο κομματικός, η κομματική. -
4 парторг
-а α.κομματικός καθοδηγητής ομάδας ή τμήματος•парторг цеха κομματικός καθοδηγητής τμήματος εργοστασίου.
-
5 непартийный
непартийныйприл1. (не являющийся членом партии) ἐξωκομματικός, μή κομ· ματικός:\непартийный большевик ὁ ἐξωκομματικός μπολσεβίκος·2. (антипартийный) ἀντι-κομματικός:\непартийный посту́пок ἡ ἀντικομμα-τική πράξη. -
6 партийный
парти́йн||ый1. прил κομματικός, τοῦ κόμματος:\партийный актив τό κομματικό ἀχτίφ· \партийныйая организация ἡ κομματική ὁργάνωση· \партийный билет τό κομματικό βιβλιάριο· \партийный съезд τό κομματικό[ν] συνέδριο[ν]·2. м τό μέλος τοῦ κόμματος. -
7 парторг
парт||оргм (партийный организатор) ὁ κομματικός καθοδηγητής. -
8 ячейка
ячейкаж1. (частица) ἡ κοιλότητα [-ης], τό κελλί·2. (в организации) ὁ πυρήν [-ας]:партийная \ячейка ὁ κομματικός πυρήνας. -
9 общепартийный
επ.όλου του κόμματος, παν-κομματικός. -
10 партийность
-и θ.1. κομματικότητα (ιδιότητα).2. κομματικός χαρακτήρας•партийность в литературе η κομματικότητα στη λογοτεχνία.
-
11 партячейка
-и θ.κομματικός πυρήνας. -
12 ячейка
-и θ.1. κοιλότητα• κελλί•сотовая ячейка το κελλί της κηρήθρας•
ячейка зуба φατνίο του δοντιού.
2. πυρήνας οργάνωσης•партийная ячейка ο κομματικός πυρήνας.
3. (στρατ.)• μεμονωνονο χαράκωμα.
См. также в других словарях:
κομματικός — consisting of short clauses masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικός — ή, ό (AM κομματικός, ή, όν) [κόμμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολιτικό κόμμα («κομματική οργάνωση») 2. αυτός που μεροληπτεί υπέρ ορισμένης μερίδας μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρές προτάσεις αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
κομματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολιτικό κόμμα: Είναι κομματικός παράγοντας της επαρχίας μας. 2. αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το κόμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομματικά — κομματικός consisting of short clauses neut nom/voc/acc pl κομματικά̱ , κομματικός consisting of short clauses fem nom/voc/acc dual κομματικά̱ , κομματικός consisting of short clauses fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικώτερον — κομματικός consisting of short clauses adverbial comp κομματικός consisting of short clauses masc acc comp sg κομματικός consisting of short clauses neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικωτάτων — κομματικός consisting of short clauses fem gen superl pl κομματικός consisting of short clauses masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικῶν — κομματικός consisting of short clauses fem gen pl κομματικός consisting of short clauses masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικόν — κομματικός consisting of short clauses masc acc sg κομματικός consisting of short clauses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικαί — κομματικός consisting of short clauses fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικοῖς — κομματικός consisting of short clauses masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικοί — κομματικός consisting of short clauses masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)