Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κομιδη

См. также в других словарях:

  • κομιδῇ — κομιδή attendance fem dat sg (attic epic ionic) κομιδῇ exactly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδῆ — κομιδῇ exactly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδή — attendance fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδή — (I) κομιδή, ἡ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.) 2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.) 3. τροφή 4. μεταφορά εφοδίων 5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν… …   Dictionary of Greek

  • κομιδῆι — κομιδῇ , κομιδή attendance fem dat sg (attic epic ionic) κομιδῇ , κομιδῇ exactly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδαῖς — κομιδή attendance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδαί — κομιδή attendance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδῆς — κομιδή attendance fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδῇσιν — κομιδή attendance fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδήν — κομιδή attendance fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εική — (Α εἰκῇ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «εική και ως έτυχε» εντελώς στην τύχη, χωρίς φροντίδα και προσοχή αρχ. 1. χωρίς σχέδιο ή χωρίς σκοπό, τυχαία, επιπόλαια («εἰκῇ λέγεσθαι», «εἰκῇ πράττειν», «νήφων παρ εἰκῇ λέγοντας» διατηρώντας τη λογική του σκέψη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»