-
1 соблазн
соблазнм ὁ πειρασμός:вводить кого-л. в'\соблазн βάζω σέ πειρασμό, σκανδαλίζω (или κολάζω) κάποιον. -
2 соблазнять
соблазнятьнесов1. (обольщать) σκανδαλίζω, κολάζω·2. (перспективами и т. п.) δελεάζω, βάζω σέ πειρασμό. -
3 карать
ρ.δ. μ. τιμωρώ, κολάζω, εκδικούμαι σκληρά•закон -ет взяточничество ο νόμος τιμωρεί τη δωροδοκία•
карать принудительными, работами τιμωρώ με καταναγκαστικά έργα.
|| παλ. καταδικάζω, κατακρίνω, κατηγορώ.τιμωρούμαι σκληρά κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
4 наказать
наказать 1-калу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наказанный, βρ: -зан, -а -оρ.σ.μ.τιμωρώ• κολάζω•наказать преступников τιμωρώ τους εγκληματίες•
наказать по васлугам τιμωρώ όπως αξίζει•
наказать строго τιμωρώ αυστηρά•
наказать виновных τιμωρώ τους ενόχους.
|| βάζω σε έξοδα, ξοόεύω.наказать 2-кажу, -кажешьρ.σ.(με δοτ.)• παραγγέλλω συνιστώ, συστήνω•-жите ему, чтобы был осторожнее συστήστε του να είναι προσεκτικότερος.
-
5 соблазнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. соблазненный, βρ: -нен, -нена, -неноρ.σ.μ.1. βάζω σε πειρασμό• δελεάζω• αποπλανώ, εξαπατώ• ξελογιάζω. || θέλγω, γοητεύω, σαγηνεύω.2. παροτρύνω, προτρέπω• προδιαθέτω• πείθω.3. παλ. βάζω σε αμαρτία, κάνω να αμαρτήσει, κολάζω.4. παλ. αποπλανώ•соблазнить неопытную девушку αποπλανώ (ξεβγάζω) άπειρο κορίτσι.
μπαίνω (υποπίπτω, περιπίπτω) σε πειρασμό. || δελεάζομαι, κολάζομαι.
См. также в других словарях:
κολάζω — check pres subj act 1st sg κολάζω check pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάζω — κολάζω, κόλασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… … Dictionary of Greek
κολάζω — κόλασα, κολάστηκα, κολασμένος 1. μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση: Θέλοντας να κολάσει το σφάλμα του έκαμε και άλλο χειρότερο σφάλμα. 2. τιμωρώ: Υπάρχει νόμος που κολάζει την πράξη αυτή. 3. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, σκανδαλίζω: Μην ντύνεσαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεκολασμένα — κολάζω check perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκολασμένᾱ , κολάζω check perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκολασμένᾱ , κολάζω check perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάζεσθε — κολάζω check pres imperat mp 2nd pl κολάζω check pres ind mp 2nd pl κολάζω check imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάζετε — κολάζω check pres imperat act 2nd pl κολάζω check pres ind act 2nd pl κολάζω check imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάζῃ — κολάζω check pres subj mp 2nd sg κολάζω check pres ind mp 2nd sg κολάζω check pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάσουσι — κολάζω check aor subj act 3rd pl (epic) κολάζω check fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κολάζω check fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάσουσιν — κολάζω check aor subj act 3rd pl (epic) κολάζω check fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κολάζω check fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάσω — κολάζω check aor subj act 1st sg κολάζω check fut ind act 1st sg κολάζω check aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)