-
1 κολύμπι
[колимби] ουσ. о. плавание.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κολύμπι
-
2 заплыв
заплыв м το κολύμπι, η κολύμβηση (διαδρομή) \заплыв на сто метров η κολύμβηση εκατό μέτρων* * *мτο κολύμπι, η κολύμβηση (διαδρομή)заплы́в на сто ме́тров — η κολύμβηση εκατό μέτρων
-
3 плавание
плавание с 1) το κολύμπι, η κολύμβηση 2) (на судах) η ναυσιπλοία, η ναυτιλία* * *с1) το κολύμπι, η κολύμβηση2) ( на судах) η ναυσιπλοία, η ναυτιλία -
4 плавать
плавать 1) см. плыть; не уметь \плавать δεν ξέρω κολύμπι 2) (держаться на воде) πλέω, επιπλέω 3) (путешествовать) ταξιδεύω ( με πλοίο)* * *1) см. плытьне уме́ть пла́вать — δεν ξέρω κολύμπι
2) ( держаться на воде) πλέω, επιπλέω3) ( путешествовать) ταξιδεύω (με πλοίο) -
5 плавание
плаваниес1. τό κολύμπι, τό κολύμ-βημα, ἡ κολύμβηση [-ις]·2. (на судах) ὁ πλοῦς, τό πλεύσιμο, ἡ θαλασσοπορία, ἡ ρότα:каботажное \плавание ἡ ἀκτοπλοΐα· кругосветное \плавание ὁ γύρος τοῦ κόσμου μέ πλοίο, ὁ γῦρος τοῦ κόσμου διά θαλάσσης· дальнее \плавание ὁ μακρινός πλοῦς, τό μακρινό θαλασσινό ταξίδι, ἡ ὠκεανο-πλοΐα· отправляться в \плавание σαλπάρω, ἀποπλέω, ξεκινώ γιά ταξίδι. -
6 уметь
уме||тьнесов μπορώ, ξέρω:\уметь писать μπορώ (или ξέρω) νά γράφω· сделаю как \уметью θά τό κάνω ὀπως μπορώ· не \уметь плавать δέν ξέρω κολύμπι· он шутить не \уметьет αὐτός δέν ξέρει νά κάνει ἀστεία -
7 вброд
επίρ.απο ρηχό μέρος, απο τον πόρο, χωρίς κολύμπι•здесь не глубоко, можно вброд перейти εδώ δεν είναι βαθύ, μπορείς να περάσεις βαδίζοντας.
-
8 наперегонки
επίρ.αμιλλώμενος, παραβγαίνοντας•бежать наперегонки αμιλλώμαι, παραβγαίνω στο τρέξιμο•
плыть наперегонки αμιλλώμαι στο κολύμπι.
-
9 плавание
-я ουδ.1. ο πλους, πλεύση•дальнее плавание μακρινός πλους•
плавание вокруг света ή кругосветное плавание ο γύρος του κόσμου με πλωτό μέσο•
каботажное плавание ακτοπλοΐα•
отправиться в плавание αποπλέω, σαλπάρω•
находиться в -и βρίσκομαι σε πλου.
2. κολύμβηση• κολύμπι•школа -я σχολή κολύμβησης.
-
10 плавать
ρ.δ.1. βλ. плыть (1, 2 σημ.) με τη διαφορά ότι εδώ σημαίνει ενέργεια επαναλαμβανόμενη προς διάφορες κατευθύνσεις.2. κολυμβώ, πλέω•я не умею плавать εγώ δεν ξέρω κολύμπι (να κολυμπώ).
|| επιπλέω•дерево -ет на воде το ξύλο επιπλέει στο νερό.
3. υπηρετώ στα πλοία,4. μτφ. απολαβαίνω πλήρως•плавать в блаженстве πλέω στην ευδαιμονία.
5. μτφ. πελαγώνω, τα χάνω•плавать на экзаменах πελαγώνω στις εξετάσεις.
εκφρ.плавать в крови – πλέω στο αίμα, είμαι αιμόφυρτος, καθημαγμένος. -
11 уметь
-ею, -еешь,επιρ. μτχ. умея κ. (απλ.) умеючиρ.δ.μπορώ, δύναμαι, ζέρω, γνωρίζω•уметь читать и писать γνωρίζω ανάγνωση και γραφφή, ξέρω να διαβάζω και να γράφω•
уметь танцовать ξέρω χορό (να χορεύω)•
-еешь это делать? μπορείς να το κάνεις αυτό;•
-еешь плавать? ξέρεις κολύμπι;
См. также в других словарях:
κολύμπι — το η κολύμβηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμπώ, υποχωρητικά κατά το σχήμα κυνηγώ: κυνήγι] … Dictionary of Greek
κολύμπι — το η πράξη και το αποτέλεσμα του κολυμπώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολυμπιάζω — [κολύμπι] μένω στάσιμος, λιμνάζω … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Σερά, Ζορζ - Πιερ — (Seurat Georges Pierre). Γάλλος ζωγράφος (Παρίσι 1859 1891), ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και δημιουργός του νεοεμπρεσιονισμού. Διαπλάστηκε στη σχολή του Λεμάν, όπου κατόρθωσε να επωφεληθεί, παρά τη μετριότητα του… … Dictionary of Greek
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
κολύμπα — η μεγάλος λάκκος με λιμνάζοντα ύδατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμπι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ καρύδι: καρύδ α, κουτί: κούτ α] … Dictionary of Greek
κολύμπημα — το [κολυμπώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κολυμπώ, το κολύμπι … Dictionary of Greek