-
1 Colophon
Κολοφῶν, -ῶνος, ἡ.Of Colophon, adj.: Κολοφώνιος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Colophon
-
2 пункт
1. (место, связанное с каким-л. действием, событием, используемое для чего-л.) το σημείο, το μέροςтриангуляционный - см. тригпунктузловой - ж.-д. о κόμβος2. (раздел документа или текста, обозначенный номером или буквой) η παράγραφος, το μέροςкульминационный - το κατακόρυφο σημείο, η κορύφωσητο κορύφωμα, ο κολοφών3. (помещение, приспособленное для какой-л. работы, занятий, операций) о σταθμός, ο τόπος, το μέρος, το κέντρο* - приёма (тлг.) το κέντρο λήψηςремонтный - το κέντρο/μαγαζί επιδιορθώσεων/επισκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пункт
-
3 верх
верхм1. (верхняя часть) τό (ἐ)πάνω μέρος, τό [ὐ]ψηλότερο[ν] μέρος:\верх до́ма τό πάνω μέρος (или τό πάνω πάτωμα) τοῦ σπιτιού·2. (экипажа, машины и т. п.) τό κάλυμμα, ἡ καπότα (τοῦ ἀμαξιού)·3. (высшая степень, предел) τό κορύφωμα, ὁ κολοφών, τό ἀπόγειον, τό ἄκρον:\верх счастья τό κορύφωμα τής εὐτυχίας· быть на \верху блаженства εἶμαι στό κορύφωμα τής εὐδαιμονίας· это \верх нахальства εἶναι τό ἄκρον ἄωτον τής ἀναίδειας·4. (лицевая сторона материи) ἡ καλή, ἡ ὀψη, τό ἐξωτερικόν ◊ одержа́ть \верх над кем-л. νικώ κάποιον, βγαίνω νικητής. -
4 кульминационный
кульминационныйприл κορυφαίος, ἀνώτατος, ὑψιστος:\кульминационный пункт а) астр. τό ζενίθ, б) перен τό κατακόρρυφο, τό κορύφωμα, ὁ κολοφών. -
5 пункт
пунктм1. (место) ὁ σταθμός:сборный \пункт ὁ τόπος συγκέντρωσης· командный \пункт ὁ σταθμός διοίκησης· наблюдательный \пункт τό παρατηρητήριο[ν]· призывной \пункт τό στρατολογικό[ν] γραφεῖο[ν], τό κέντρο[ν] ἐπιστρατεύσεως· опорный \пункт воен. ἡ ὁχυρά βάσις, τό ὁχυρωμένο ση-,μεῖο, τό σημείο στήριξης· \пункт медицинской помощи ὁ σταθμός ἱατρικής περιθάλψεως· переговорный \пункт ὁ τηλεφωνικός σταθμός· населенный \пункт ὁ κατοικημένος χώρος, ὁ τόπος·2. (момент) τό σημείο[ν], ὁ σταθμός:кульминационный \пункт τό κατακόρυφο, τό κορύφωμα, ὁ κολοφών поворотный \пункт ἡ καμπή, τό σημείο στροφής·3. (раздел) τό ἄρθροΜ/ ἡ παράγραφος (параграф):изложить по \пунктам ἐκθέτω κατ' ἀρθρον4. полигр. ἡ στιγμή. -
6 Consummation
subs.Conclusion: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ.Finishing touch: P. κολοφών, ὁ, κεφάλαιον, τό, P. and V. θριγκός, ὁ (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Consummation
-
7 Coping-stone
subs.Put coping-stone to: met., P. κολοφῶνα, ἐπιτιθέναι (dat.) (Plat.), V. θριγκοῦν (acc.); see Crown.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Coping-stone
-
8 Crown
subs.Skull: P. and V. κρανίον, τό (Eur., Cycl. 647).Crown of the head: V. κορυφή, ἡ (also Xen. but rare P.).Garland,. etc.: P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plat. but rare P.), Ar. στεφάνη, ἡ, V. στέφος, τό; see also Wreath.Diadem of eastern kings: P. διάδημα, τό (Xen.).met., power,.rule: P. and V. κράτος. τό, ἀρχή, ἡ, V. use also σκῆπτρα, τά, θρόνοι, οἱ.Reward of victory: P. and V. στέφανος, ὁ.Contest where a crown is the prize: P. ἀγὼν στεφανίτης, ὁ.met., finishing touch: P. κεφαλαῖον, τό, κολοφών, ὁ, P. and V. θριγκός, ὁ (Plat.) (lit., coping-stone).——————v. trans.P. and V. στεφανοῦν, στέφειν (Plat. but rare P.), V. ἐκστέφειν, ἀναστέφειν, καταστέφειν, ἐρέφειν, στεμματοῦν, πυκάζειν, ἐξαναστέφειν.met., put the finishing touch to: P. κεφαλαῖον ἐπιτιθέναι ἐπί (dat.), κολοφῶνα ἐπιτιθέναι (dat.), τέλος ἐπιτιθέναι (dat.), V. θριγκοῦν (acc.).Crown with success: P. and V. ὀρθοῦν (acc.), κατορθοῦν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crown
-
9 Finishing
subs.Perfecting: P. ἀπεργασία, ἡ.Finishing touch: P. and V. θριγκός, ὁ (Plat.), P. κολοφών, ὁ.Put the finishing touch to: P. κεφάλαιον ἐπιτιθέναι (ἐπί, dat.), κολοφῶνα ἐπιτιθέναι (dat.), τέλος ἐπιτιθέναι (dat.), V. θριγκοῦν (acc.).One further thing he did which put the finishing touch to all his former acts: P. ἐν ἐπεξειργάσατο ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε τέλος (Dem. 274).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Finishing
См. также в других словарях:
Κολοφών — summit masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοφών — summit masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφών — Αρχαία ιωνική πόλη της Λυδίας της Μικράς Ασίας, μεταξύ Σμύρνης και Εφέσου. Ιδρύθηκε από Ίωνες κατά τον 11ο αι. π.Χ. Κάτοικοί της μετοίκησαν στη Σμύρνη συντελώντας έτσι στον εξιωνισμό της πόλης. Η πόλη άκμασε ιδιαίτερα στη διάρκεια του 8ου και του … Dictionary of Greek
Κολοφῶνα — Κολοφών summit masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοφῶνα — κολοφών summit masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφῶνας — Κολοφών summit masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοφῶνας — κολοφών summit masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφῶνι — Κολοφών summit masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοφῶνι — κολοφών summit masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφῶνος — Κολοφών summit masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοφῶνος — κολοφών summit masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)