Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κολασμός

  • 1 κολασμός

    [колазмос] ουσ. а. адский

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κολασμός

  • 2 наказание

    ουδ.
    τιμωρία, ποινή, κολασμός•

    телсное наказание σωματική τιμωρία•

    высшая мера -я η εσχάτη των ποινών•

    подвергнуть -го υποβάλλω σε τιμωρία•

    в наказание για τιμωρία•

    исправительное наказание επανορθωτική ποινή•

    увеличение -я επαύξηση της ποινής•

    смягчение -я μετρίαση της ποινής•

    налагать наказание επιβάλλω ποινή•

    уложение о -ях ποινικός κώδικας•

    страх -я ο φόβος της τιμωρίας•

    что за -! τι τιμωρία! τι καταδίκη!

    Большой русско-греческий словарь > наказание

См. также в других словарях:

  • κολασμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολασμός — ο (AM κολασμός) [κολάζω] η ποινή που επιβάλλεται για σωφρονισμό, η τιμωρία νεοελλ. 1. μετριασμός κακής εντυπώσεως ή οξέος χαρακτηρισμού 2. γραμμ. «κολασμός προτάσεως» το φαινόμενο κατά το οποίο μια πρόταση που συνεκφέρεται με μια άλλη κατά… …   Dictionary of Greek

  • κολασμός — ο τιμωρία, ποινή για σωφρονισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολασμοῖς — κολασμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολασμοί — κολασμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολασμοῦ — κολασμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολασμῶν — κολασμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολασμόν — κολασμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστήριος — α, ο (AM κολαστήριος, ία, ον και ος ον) [κολαστήρ] 1. εκείνος που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ αυτόν, ο σχετικός με την τιμωρία («κολαστήριος δύναμις», Φιλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κολαστήριο(ν) α) τόπος τιμωρίας, τόπος βασανισμού …   Dictionary of Greek

  • κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… …   Dictionary of Greek

  • κόλασμα — το (Α κόλασμα) [κολάζω] νεοελλ. 1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης 2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός αρχ. κολασμός, τιμωρία («κόλασμα τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»