-
1 κοινοτης
- ητος ἥ1) общность, общее свойствоὁ λόγος ὧν ἂν ἥ κ. ᾖ Plat. — определение тех (вещей), у которых есть общее
2) общность, общее владение, общественная принадлежность(τῶν παιδίων καὴ τῆς οὐσίας, περὴ τὰ τέκνα Arst.)
3) общеупотребительностьκ. φωνῆς Isocr. — общеразговорный язык
4) общеизвестностьαἱ κοινότητες Plut. — общие места
5) общительность или обходительность, доступность(προθυμία καὴ κ. Xen.)
6) грам. общность формы для разных грамматических родов (лат. genus commune) -
2 κοινότης
См. также в других словарях:
κοινότης — sharing in common fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοτήτων — κοινότης sharing in common fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινότησι — κοινότης sharing in common fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινότησιν — κοινότης sharing in common fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινότητα — κοινότης sharing in common fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινότητας — κοινότης sharing in common fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινότητες — κοινότης sharing in common fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινότητι — κοινότης sharing in common fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινότητος — κοινότης sharing in common fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
общество — народн. обчество, кашинск. (См.), укр. обчество, ст. слав. обьштьство κοινότης (Супр.) Заимств. из цслав., образовано от общий, как греч. κοινωνία сообщество – от κοινός общий . Согласно Шахматову (Лит. яз. 76), сюда же относится оптом … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Mount Athos — Ἅγιον Ὄρος Agion Oros (Αυτόνομη Μοναστικὴ Πολιτεία Ἁγίου Ὄρους) Aftonomi Monastiki Politia Agiou Orous location of Mount Athos in Greece … Wikipedia