-
1 κοινόλεκτος
κοινό-λεκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινόλεκτος
-
2 κοινόλεκτος
-
3 κοινολέκτως
κοινόλεκτοςin the language of common life: adverbialκοινόλεκτοςin the language of common life: masc /fem acc pl (doric) -
4 κοινόλεκτον
κοινόλεκτοςin the language of common life: masc /fem acc sgκοινόλεκτοςin the language of common life: neut nom /voc /acc sg -
5 κοινολεκτικός
η, ό[ν], κοινόλεκτος, ος, ον, κοινόλεχτος, η, ο разговорный, общеупотребительный (о слове, выражении)
См. также в других словарях:
κοινόλεκτος — η, ο (Α κοινόλεκτος, ον) (για λέξεις, φράσεις ή γραμματικούς τύπους) αυτός που λέγεται κατά την κοινή γλώσσα, που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικός. επίρρ... κοινολέκτως (Α) στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + … Dictionary of Greek
κοινολέκτως — κοινόλεκτος in the language of common life adverbial κοινόλεκτος in the language of common life masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινόλεκτον — κοινόλεκτος in the language of common life masc/fem acc sg κοινόλεκτος in the language of common life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινολεκτικός — ή, ό 1. αυτός που λέγεται κοινώς, που ανήκει ή αναφέρεται στην κοινή γλώσσα 2. αυτός που είναι εύχρηστος στην καθομιλούμενη γλώσσα 3. γραμμ. ο σχηματισμένος κατά τον τρόπο τής καθομιλούμενης γλώσσας, τού κοινού λόγου («κοινολεκτική έκφραση»).… … Dictionary of Greek
κοινολεκτώ — (AM κοινολεκτῶ, έω) [κοινόλεκτος] 1. μιλώ ή γράφω στην κοινή γλώσσα, στην καθομιλουμένη 2. μέσ. κοινολεκτούμαι, έομαι (για λέξη) είμαι εύχρηστη στην καθομιλούμενη γλώσσα, υπάγομαι στην κοινή γλώσσα … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek