Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κοινοποιώ

  • 1 κοινοποιώ

    [кинопио] ρ. извещать, доводить до сведения,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοινοποιώ

  • 2 объявлять

    1. (заявлять, оглашать) δηλώνω, κοινοποιώ, ανακοινώνω, (напр. войну) κηρύσσω 2. (сообщать, ставить в известность) γνωστοποιώ, κοινοποιώ, δηλώνω, αναγγέλλω, ανακοινώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объявлять

  • 3 объявлять

    объявлять
    несов
    1. (сообщать) γνωστοποιώ, δηλώνω, ἀνακοινώνω:
    \объявлять о своем несогласии δηλώνω διαφωνία·
    2. (оглашать) ἀνακοινώνω, κοινοποιώ:
    \объявлять решение суда ἀνακοινώνω δικαστική ἀπόφαση· \объявлять приговор κοινοποιώ καταδικαστική ἀπόφαση·
    3. (заявлять о начале чего-л.) κηρύττω:
    \объявлять войну κηρύττω τόν πόλεμο· \объявлять конкурс προκηρύττω διαγωνισμό1
    4. (кого-что кем-чем или каким) θεωρώ, βγάζω:
    \объявлять» договор недействительным θεωρῶ ἄκυρη τή συμφωνία· ◊ \объявлять благодарность ἐκφράζω εὐχαριστίες· \объявлять шах шахм. ἀπειλω τόν βασιληά (στό σκάκι).

    Русско-новогреческий словарь > объявлять

  • 4 обнародованиеть

    обнародование||ть
    сов ἀνακοινώνω, κοινοποιώ, διακηρύττω:
    \обнародованиетьть указ ἀνακοινώνω τό διάταγμα.

    Русско-новогреческий словарь > обнародованиеть

  • 5 нотифицировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. επιδίδω διακοίνωση• κοινοποιώ, γνωστοποιώ.
    2. γνωστοποιώ διαμαρτύρηση γραμματίου.

    Большой русско-греческий словарь > нотифицировать

  • 6 объявить

    -явли, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ• κοινοποιώ• δηλώνω•

    объявить о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ•

    объявить приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφαση•

    объявить своё мнение, свою волю γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου.

    || (αν)αγγέλλω δημοσιεύω•

    объявить приятную новость αναγγέλλω ευχάριστη είδηση•

    объявить о выходе книги αναγγέλλω την έκδοση βιβλίου.

    || εκφράζω•

    объявить благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια.

    || φανερώνω, δείχνω•

    объявить свои намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου.

    || καταγγέλλω•

    объявить о прекращении перемирия καταγγέλλω την ανακωχή.

    || φανερώνω, αποκαλύπτω, λέγω•

    объявить своё имя λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι).

    2. κηρύσσω•

    объявить войну κηρυσσω τον πόλεμο•

    объявить мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση.

    || προκηρύσσω•

    объявить конкурс προκηρύσσω διαγωνισμό.

    || διακηρύσσω, διαγορεύω•

    объявить кого сумасшедшим διαδίδω για κάποιον ότι είναι τρελλός.

    1. (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.
    2. παλ. κηρύσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > объявить

  • 7 сообщить

    -щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сообщнный, βρ: -щн, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. γνωστοποιώ, κοινοποιώ• πληροφορώ• ειδοποιώ, μεταδίνω• μεταλαμπαδεύω.
    2. προσδίνω•

    сообщить железу магнитные свойства προσδίνω στο σίδερο μαγνητικές ιδιότητες.

    μεταδίνομαι•

    болезнь матери -лась детям η ασθένεια της μάνας μεταδόθηκε στα παιδιά•

    железу -лись магнитные свойства στο σίδερο μεταδόθηκαν μαγνητικές ιδιότητες.

    Большой русско-греческий словарь > сообщить

См. также в других словарях:

  • κοινοποιώ — κοινοποιώ, κοινοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοινοποιώ — (AM κοινοποιῶ, έω) [κοινοποιός] κάνω κάτι δημόσια γνωστό, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινολογώ (α. «κοινοποίησε τους αρραβώνες του» β. «η απόφαση τής κυβέρνησης θα κοινοποιηθεί αύριο» γ. «κοινοποιήθηκε σήμερα ο πλειστηριασμός» δ. «κοινοποιεῖ τήν… …   Dictionary of Greek

  • κοινοποιώ — κοινοποίησα, κοινοποιήθηκα, κοινοποιημένος 1. φέρω σε γνώση του κοινού, ανακοινώνω: Κοινοποίησε την απόφασή του σ όλους τους γνωστούς. 2. επιδίδω σε κάποιον δημόσιο έγγραφο ή δικόγραφο: Του κοινοποιήθηκε η απόλυσή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακοινώ — κατακοινῶ, όω (AM) κοινοποιώ, γνωστοποιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοινῶ «κοινοποιὼ» (< κοινὸς)] …   Dictionary of Greek

  • μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • συγκοινώ — όω, Α (κυρίως το μέσ.) συγκοινοῡμαι, όομαι κοινοποιώ, κάνω γνωστό, ανακοινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κοινῶ «κοινοποιώ, γνωστοποιώ» (< κοινός)] …   Dictionary of Greek

  • υπερτίθημι — ΜΑ [τίθημι] μσν. (μόνον μέσ.) ὑπερτίθεμαι αναβάλλομαι αρχ. 1. τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. τοποθετώ κάτι σε άλλη μεριά, τό μεταφέρω 3. κοινοποιώ, ανακοινώνω 4. (για χρονικό διάστημα) διαρκώ πέρα από ένα ορισμένο χρονικό σημείο, τό… …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • ακοινοποίητος — η, ο [κοινοποιώ] 1. αυτός που δεν κοινοποιήθηκε, που δεν έγινε γνωστός στους πολλούς, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, απόρρητος, μυστικός 3. (για έγγραφα) αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε στους υφισταμένους ή τους ενδιαφερομένους 4 …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»