-
1 недосыпать
недосыпа||тьнесов κοιμάμαι λίγο:я \недосыпатьл δέν κοιμήθηκα ἀρκετά. -
2 переспать
-плю, -спишь, παρλθ. χρ. переспал, -ла, -лоρ.σ.1. παρακοιμούμαι.2. κοιμούμαι ώσπου•жару -.κοιμούμαι ώσπου να περάσει ο καύσωνας.
|| διανυκτερεύω•переспать у сос-да κοιμούμαι στο γείτονα.
|| ξεπερνώ στον ύπνο•всех я -ал τους ξεπέρασα όλους στον ύπνο, κοιμήθηκα περισσότερο απ όλους.
-
3 про...
I.ρηματικό πρόθεμα• δια• με σημ.:1. ενέργεια δια μέσου: просеять, протечь.2. διάνοιξη (οπής, σχισμής κ.τ.τ.): прорубить, прорезать.3. κίνηση πλησίον από κάτι: проехать, пробежать,4. ολοκλήρωση της ενέργειας: пропеть.5. τέλος της ενέργειας σε ένα χρονικό διάστημα: проработал семь часов εργάστηκα ένα εφτάωρο•просидел у соседей всю ночь κάθησα στο γείτονα όλη τη νύχτα προ•
-спал до вечера κοιμήθηκα ώσπου βράδιασε.
6. πλήρη ενέργεια (εντελώς): проварить, прогреть.7. πλήρη ικανοποίηση ανάγκης ή εξάλειψη αιτιών: прокашляться, проспаться.8. ενέργεια που επέφερε βλάβη: прозевать, просчитаться.9. φανέρωση, αποκά.λυψη: проболтать.II.Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ. μερικής εμφάνισης ή ύπαρξης: прозелень.III.Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ.: οπαδός, υποστηριχτής• διαποτισμένος με, βαμμένος•профашист βαμμένος φασίστας.
-
4 проспать
ρ.σ.1. κοιμούμαι (για ένα χρον. διάστημα)•я -ал семь часов κοιμήθηκα εφτά ώρες.
2. κοιμούμαι πολύ, παρακοιμούμαι.3. αφήνω, προσπερνώ (λόγω ύπνου)•пассажир -ал станцию ο επιβάτης πέρασε το σταθμό, γιατί κοιμήθηκε.
συνέρχομαι από τη μέθη (με τον ύπνο). -
5 сон
сна α.1. ύπνος•пробудиться ото сна ξυπνώ από τον ύπνο•
спокойный сон ήσυχος (ήρεμος) ύπνος•
неспокойный сон το κακουπνι•
меня клонит ко сну μού ρχεται νύστα•
крпкий сон βαθύς ύπνος•
я сон потерял μού φύγε ο ύπνος (ξαγρύπνησα)•
погрузиться в сон βυθίζομαι στον ύπνο•
со сна ничего я не расслышал δεν άκουσα τίποτε, γιατί κοιμήθηκα•
сон видишь во сне βλέπω στον ύπνο (ονειρεύομαι)•
отойти ко сну πηγαίνω για ύπνο (να κοιμηθώ).
|| νάρκη.2. όνειρο•страшный сон τρομακτικό όνειρο•
толковать сны εξηγώ το όνειρα•
верить в сны πιστεύω στα όνειρα.
|| ονειροφαντασία•всё это сон όλ αυτά είναι ονειροφαντασίες.
εκφρ.приятного сна – (ευχή) καλόν ύπνο•сквозь сон (слышать, чувствовать – σαν στον ύπνο (ακούω, αισθάνομαι), ασαφώς, συγκεχυμένα•спать (заснуть, уснуть) вечным сном – κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο•спать сном праведника (праведных) – κοιμούμαι μακάρια•восстать (воспрянуть) ото сна – σηκώνομαι από τον ύπνο•ни сном ни духом не виноват – είμαι τελείως αθώος•ни сном ни духом не знать – δε γνωρίζω,(δεν ξέρω) τίποτε απολύτως, έχω τελεία άγνοια για κάτι•сна ни в одном глазу нет – δε νυστάζω καθόλου. -
6 спать
сплю, спишь, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло, μτχ. ενστ. спящийρ.δ.1. κοιμούμαι•глубоким сном κοιμούμαι βαθιά•
я всю ночь не спал όλη τη νύχτα δε κοιμήθηκα•
мне хочется θέλω να κοιμηθώ.
|| (για νεκρούς)• αναπαύομαι.2. μτφ. είμαι νωθρός, νωχελής, οκνός, νωθρεύω, οκνεύω•а ты не спи, действуй ε μην κοιμάσαι (μη οκνεύεις), δράσε (κουνήσου).
3. (για συνουσία) συγκοιμούμαι, πλαγιάζω μαζί.εκφρ.спать и (во сне) видеть – θέλω πολύ, επιθυμώ σφόδρα, πεθαίνω, ψοφώ.κοιμούμαι• θέλω να κοιμηθώ.
См. также в других словарях:
ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
καθόλου — (AM καθόλου) επίρρ. 1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν») 2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον» … Dictionary of Greek
ξεκουράζω — 1. κάνω κάποιον να μην αισθάνεται κούραση, αναπαύω («μια βόλτα στην εξοχή μέ ξεκουράζει») 2. (συν. το μέσ.) ξεκουράζομαι αναπαύομαι («κοιμήθηκα λίγο και ξεκουράστηκα») … Dictionary of Greek
στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… … Dictionary of Greek
κοιμάμαι — (σπάν. κοιμούμαι), κοιμήθηκα, κοιμισμένος βλ. πίν. 79 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βαριά — επίρρ. 1. με βάρος: Περπατάς βαριά και τραντάζεται το πάτωμα. 2. ισχυρά, με δύναμη: Κάθισε βαριά στην πολυθρόνα. 3. σοβαρά: Είναι βαριά άρρωστος. 4. βαθιά: Κοιμήθηκα βαριά και δεν άκουσα τίποτε. 5. ενοχλητικά, αποκρουστικά: Το δωμάτιο είχε μια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάβγισμα — το οι κραυγές του σκύλου, το αλύχτημα: Δεν κοιμήθηκα το βράδυ γιατί με ενοχλούσε το γάβγισμα ενός σκύλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιμούμαι — και κοιμάμαι και κοιμιέμαι κοιμήθηκα, κοιμισμένος 1. πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι: Κοιμάται ήσυχα το μωρό. 2. κατακλίνομαι για ύπνο: Αυτός κοιμάται πολύ νωρίς το βράδυ. 3. αδρανώ, είμαι νωθρός: Κοιμάται όρθιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουστώνω — μούστωσα, μουστωμένος 1. ζαλίζομαι από τις αναθυμιάσεις του μούστου: Μούστωσε πατώντας τα σταφύλια. 2. μτφ., ναρκώνομαι επειδή κοιμήθηκα αρκετά, ζαλίζομαι, μεθώ: Περπατούσε μουστωμένος και σκόνταψε σ’ ένα χαντάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχιά — επίρρ. χρον. 1. πρωί, αύριο πολύ πρωί: Κοιμήθηκα νωρίς, ταχιά να ξεκινήσω. 2. γρήγορα: Δωσ μου ταχιά το γράμμα, μη μας δουν. 3. αύριο, όπου να ναι, σύντομα: Ταχιά λογαριαζόμαστε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)