Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κοιμήθηκα

  • 1 недосыпать

    недосыпа||ть
    несов κοιμάμαι λίγο:
    я \недосыпатьл δέν κοιμήθηκα ἀρκετά.

    Русско-новогреческий словарь > недосыпать

  • 2 переспать

    -плю, -спишь, παρλθ. χρ. переспал, -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. παρακοιμούμαι.
    2. κοιμούμαι ώσπου•

    жару -.κοιμούμαι ώσπου να περάσει ο καύσωνας.

    || διανυκτερεύω•

    переспать у сос-да κοιμούμαι στο γείτονα.

    || ξεπερνώ στον ύπνο•

    всех я -ал τους ξεπέρασα όλους στον ύπνο, κοιμήθηκα περισσότερο απ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > переспать

  • 3 про...

    I.
    ρηματικό πρόθεμα• δια• με σημ.:
    1. ενέργεια δια μέσου: просеять, протечь.
    2. διάνοιξη (οπής, σχισμής κ.τ.τ.): прорубить, прорезать.
    3. κίνηση πλησίον από κάτι: проехать, пробежать,
    4. ολοκλήρωση της ενέργειας: пропеть.
    5. τέλος της ενέργειας σε ένα χρονικό διάστημα: проработал семь часов εργάστηκα ένα εφτάωρο•

    просидел у соседей всю ночь κάθησα στο γείτονα όλη τη νύχτα προ•

    -спал до вечера κοιμήθηκα ώσπου βράδιασε.

    6. πλήρη ενέργεια (εντελώς): проварить, прогреть.
    7. πλήρη ικανοποίηση ανάγκης ή εξάλειψη αιτιών: прокашляться, проспаться.
    8. ενέργεια που επέφερε βλάβη: прозевать, просчитаться.
    9. φανέρωση, αποκά.λυψη: проболтать.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ. μερικής εμφάνισης ή ύπαρξης: прозелень.
    III.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ.: οπαδός, υποστηριχτής• διαποτισμένος με, βαμμένος•

    профашист βαμμένος φασίστας.

    Большой русско-греческий словарь > про...

  • 4 проспать

    ρ.σ.
    1. κοιμούμαι (για ένα χρον. διάστημα)•

    я -ал семь часов κοιμήθηκα εφτά ώρες.

    2. κοιμούμαι πολύ, παρακοιμούμαι.
    3. αφήνω, προσπερνώ (λόγω ύπνου)•

    пассажир -ал станцию ο επιβάτης πέρασε το σταθμό, γιατί κοιμήθηκε.

    συνέρχομαι από τη μέθη (με τον ύπνο).

    Большой русско-греческий словарь > проспать

  • 5 сон

    сна α.
    1. ύπνος•

    пробудиться ото сна ξυπνώ από τον ύπνο•

    спокойный сон ήσυχος (ήρεμος) ύπνος•

    неспокойный сон το κακουπνι•

    меня клонит ко сну μού ρχεται νύστα•

    крпкий сон βαθύς ύπνος•

    я сон потерял μού φύγε ο ύπνος (ξαγρύπνησα)•

    погрузиться в сон βυθίζομαι στον ύπνο•

    со сна ничего я не расслышал δεν άκουσα τίποτε, γιατί κοιμήθηκα•

    сон видишь во сне βλέπω στον ύπνο (ονειρεύομαι)•

    отойти ко сну πηγαίνω για ύπνο (να κοιμηθώ).

    || νάρκη.
    2. όνειρο•

    страшный сон τρομακτικό όνειρο•

    толковать сны εξηγώ το όνειρα•

    верить в сны πιστεύω στα όνειρα.

    || ονειροφαντασία•

    всё это сон όλ αυτά είναι ονειροφαντασίες.

    εκφρ.
    приятного сна – (ευχή) καλόν ύπνο•
    сквозь сон (слышать, чувствовать – σαν στον ύπνο (ακούω, αισθάνομαι), ασαφώς, συγκεχυμένα•
    спать (заснуть, уснуть) вечным сном – κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο•
    спать сном праведника (праведных) – κοιμούμαι μακάρια•
    восстать (воспрянуть) ото сна – σηκώνομαι από τον ύπνο•
    ни сном ни духом не виноват – είμαι τελείως αθώος•
    ни сном ни духом не знать – δε γνωρίζω,(δεν ξέρω) τίποτε απολύτως, έχω τελεία άγνοια για κάτι•
    сна ни в одном глазу нет – δε νυστάζω καθόλου.

    Большой русско-греческий словарь > сон

  • 6 спать

    сплю, спишь, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло, μτχ. ενστ. спящий
    ρ.δ.
    1. κοιμούμαι•

    глубоким сном κοιμούμαι βαθιά•

    я всю ночь не спал όλη τη νύχτα δε κοιμήθηκα•

    мне хочется θέλω να κοιμηθώ.

    || (για νεκρούς)• αναπαύομαι.
    2. μτφ. είμαι νωθρός, νωχελής, οκνός, νωθρεύω, οκνεύω•

    а ты не спи, действуй ε μην κοιμάσαι (μη οκνεύεις), δράσε (κουνήσου).

    3. (για συνουσία) συγκοιμούμαι, πλαγιάζω μαζί.
    εκφρ.
    спать и (во сне) видеть – θέλω πολύ, επιθυμώ σφόδρα, πεθαίνω, ψοφώ.
    κοιμούμαι• θέλω να κοιμηθώ.

    Большой русско-греческий словарь > спать

См. также в других словарях:

  • ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • καθόλου — (AM καθόλου) επίρρ. 1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν») 2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον» …   Dictionary of Greek

  • ξεκουράζω — 1. κάνω κάποιον να μην αισθάνεται κούραση, αναπαύω («μια βόλτα στην εξοχή μέ ξεκουράζει») 2. (συν. το μέσ.) ξεκουράζομαι αναπαύομαι («κοιμήθηκα λίγο και ξεκουράστηκα») …   Dictionary of Greek

  • στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… …   Dictionary of Greek

  • κοιμάμαι — (σπάν. κοιμούμαι), κοιμήθηκα, κοιμισμένος βλ. πίν. 79 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαριά — επίρρ. 1. με βάρος: Περπατάς βαριά και τραντάζεται το πάτωμα. 2. ισχυρά, με δύναμη: Κάθισε βαριά στην πολυθρόνα. 3. σοβαρά: Είναι βαριά άρρωστος. 4. βαθιά: Κοιμήθηκα βαριά και δεν άκουσα τίποτε. 5. ενοχλητικά, αποκρουστικά: Το δωμάτιο είχε μια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάβγισμα — το οι κραυγές του σκύλου, το αλύχτημα: Δεν κοιμήθηκα το βράδυ γιατί με ενοχλούσε το γάβγισμα ενός σκύλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιμούμαι — και κοιμάμαι και κοιμιέμαι κοιμήθηκα, κοιμισμένος 1. πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι: Κοιμάται ήσυχα το μωρό. 2. κατακλίνομαι για ύπνο: Αυτός κοιμάται πολύ νωρίς το βράδυ. 3. αδρανώ, είμαι νωθρός: Κοιμάται όρθιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουστώνω — μούστωσα, μουστωμένος 1. ζαλίζομαι από τις αναθυμιάσεις του μούστου: Μούστωσε πατώντας τα σταφύλια. 2. μτφ., ναρκώνομαι επειδή κοιμήθηκα αρκετά, ζαλίζομαι, μεθώ: Περπατούσε μουστωμένος και σκόνταψε σ’ ένα χαντάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχιά — επίρρ. χρον. 1. πρωί, αύριο πολύ πρωί: Κοιμήθηκα νωρίς, ταχιά να ξεκινήσω. 2. γρήγορα: Δωσ μου ταχιά το γράμμα, μη μας δουν. 3. αύριο, όπου να ναι, σύντομα: Ταχιά λογαριαζόμαστε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»