Перевод: с английского на все языки
κοιλίδιον
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
κοιλίδιον — κοιλίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κοιλία) μικρή κοιλιά, κοιλίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σφαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κοιλίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιδίων — κοιλίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek