Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
κλυσμάτιον
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
κλυσμάτιον — κλυσμάτιον, τὸ (Α) μικρό κλύσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλύσμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. δεμάτ ιον, σωμάτ ιον)] … Dictionary of Greek
κλυσμάτιον — clyster neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσματίου — κλυσμάτιον clyster neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσματίῳ — κλυσμάτιον clyster neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσματικόν — κλυσματικόν, τὸ (Α) [κλύσμα] κλυσμάτιον* … Dictionary of Greek