-
1 κλοπη
дор. κλοπά ἥ1) воровство, кража, хищение(ἁρπαγή τε καὴ κ. Aesch.)
κλοπῆς δίκην ὀφλεῖν Aesch., Plat. — быть наказанным за кражу;ἐπὴ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Lys. — быть казненным за хищение (общественных) денег;ἱερῶν κλοπαί Plat. — ограбление храмов;κλοπαὴ γυναικός Aesch. — похищение (чужой) жены2) обман, хитростьποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι Soph. — тайно бежать;
κλοπῇ ἀφῖγμαι Eur. — я тайно пришла сюда;κλέπτειν μύθοις κλοπάς Eur. — обманывать речами3) военная хитрость, тайное нападение, засада Xen. -
2 κλοπή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κλοπή
-
3 κλοπή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κλοπή
-
4 κλοπή
η кража, воровство; хищение; похищение -
5 κλοπή
кража, воровство, хищение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κλοπή
-
6 κλοπή
-
7 κλοπή
[клопи] ома. Θ. кража, воровство.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλοπή
-
8 κλοπή
[клопи] ома. Θ. кража, воровство. -
9 κλοπα
-
10 κατηγορώ
(ε), κατηγορώάω μετ.1) обвинять;κατηγορώ γιά κλοπή ( — или επί κλοπή) — обвинять в воровстве, в краже;
2) порицать, упрекать, укорять -
11 πλαστός
-
12 ρήξη
[-4 (-εως)] η1) разрыв, прорыв; 2) поломка, разрушение; 3) взлом, взламывание;κλοπή διά ρήξεως — кража со взломом;
4) перен. ссора,,столкновение, конфликт; разрыв; раскол;ρήξη σχέσεων — разрыв отношений;
ερχομαι σε ρήξη με... — ила περιέρχομαι εις ρήξιν προς... — а) прийти в столкновение; — поссориться; — б) порвать отношения;
επήλθε ρήξη — произошёл раскол
-
13 2829
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2829
См. также в других словарях:
κλοπή — theft fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… … Dictionary of Greek
κλοπῇ — κλοπῆι , κλοπεύς thief masc dat sg (epic ionic) κλοπή theft fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπή — η η πράξη του κλέβω, κλεψιά, κλέψιμο: Κατηγορείται για κλοπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλοπαῖς — κλοπή theft fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαῖσι — κλοπή theft fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαί — κλοπή theft fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπᾶν — κλοπή theft fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπήν — κλοπή theft fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπῶν — κλοπή theft fem gen pl κλοπός thief masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek