-
1 κλονίζω
[клонизо] р. сотрясать, расшатывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλονίζω
-
2 расшатать
расшататьсов, расшатывать несов1. прям., перен κλονίζω, ξεχαρβαλώνω:\расшатать столб κλονίζω τό στύλο· \расшатать дисциплину κλονίζω τήν πειθαρχία·2. (здоровье, нервы) κλονίζω, τσακίζω. -
3 пошатнуть
ρ.σ.μ.1. κουνώ, σείω, δονώ, τινάζω• κραδαίνω.2. μτφ. κλονίζω•пошатнуть доверие κλονίζω την εμπιστοσύνη•
пошатнуть убеждения κλονίζω τις πεποιθήσεις•
пошатнуть авторитет κλονίζω το κύρος.
σείομαι, δονούμαι κλονίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
4 расшатать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшатанный βρ: -тан, -а, -о.1. κλονίζω, διασείω, διασαλεύω• κουνώ• — столб κουνώτο στύλο•расшатать зуб κουνώ το δόντι.
2. μτφ. αδυνατίζω, εξασθενίζω• χαλαρώνω•расшатать устои государства κλονίζω τα θεμέλια του κράτους•
расшатать дисциплину κλονίζω την πειθαρχία•
расшатать здоровье κλονίζω την υγεία.
1. κλονίζομαι, κουνιέμαι, διασείομαι, διασαλεύομαι•зуб расшататьлся το δόντι κουνήθηκε.
2. μτφ. χαλαρώνω, εκπίπτω• αδυνατίζω,εξασθενίζομαι•хозяйство -лось η οικονομία ξέπεσε•
дисциплина -лась η πειθαρχία χαλάρωσε•
здоровье -лось η υγεία κλονίστηκε•
нервы -лись τα νεύρα κλονίστηκαν•
совсем расшатать ξεχαρβαλιάζομαι.
-
5 колебать
-блю, -блешь, προστκ. колебли;επιρ. μτχ. колебляρ.δ. μ.1. κλονίζω, κουνώ, σείω• δονώ, κραδαίνω, πάλλω• ταλαντεύω•ветер -ет деревья ο άνεμος κλονίζει τα δέντρα.
2. μτφ. χαλαρώνω ή χειροτερεύω μια κατάσταση•колебать устои государства κλονίζω τα θεμέλια του κράτους•
колебать авторитет κλονίζω το κύρος.
1. κλονίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. μτφ. (δια)κυμαίνομαι, μεταβάλλομαι, αυξομειώνομαι•цены на продукты -ются οι τιμές στα τρόφιμα δεν είναι σταθερές•
температура воздуха -ется от 12 до 22 гр. тепла η θερμοκρασία του αέρα κυμαίνεται από 12 ως 22 βαθ. πάνω από το μηδέν.
3. μτφ. διστάζω, ενδοιάζω, αμφιβάλλω, ταλαντεύομαι. -
6 колебать
колебатьнесов1. σείω, κλονίζω, ταλαντεύω / κραδαίνω (струну и т. п.)·2. перен κλονίζω, κάνω νά κλονιστεί. -
7 пошатнуть
пошатну́||тьсов1. κλονίζω, κάνω νά γείρει, σείω:меня \пошатнутьло μ' ἐκλόνισε, κλονίσθηκα·2. перен διασαλεύω, κλονίζω. -
8 подорвать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подорванный, βρ: -ван, -а, -о.1. ανατινάζω•партизаны -ли мост οι αντάρτες ανατίναξαν τη γέφυρα.
2. μτφ. υποσκάπτω, υπονομεύωκλονίζω•подорвать авторитет υποσκάπτω το.κύρος•
подорвать доверие κλονίζω την εμπιστοσύνη•
подорвать здоровье κλονίζω την υγεία•
подорвать хозяйство σπαραλιάζω το νοικοκυριό•
подорвать основы υποσκάπτω τα θεμέλια.
ανατινάζομαι. || μτφ. υποσκάπτομαι, υπονομεύομαι κλονίζομαι. -
9 подрывать
подрывать Iнесов1. (взрывать) ἀνατινάζω, ἀνατινάσσω·2. перен ὑποσκάπτω, ὑπονομεύω:\подрывать доверие κλονίζω τήν ἐμπιστοσύνη· \подрывать (свое) здоровье ὑποσκάπτω τήν ὑγείαν μου· \подрывать основы чего́-л. ὑποσκάπτω τά θεμέλιαподрывать IIнесов (подкопать) ὑποσκάπτω. -
10 покачнуть
покачнутьсов σείω, κλονίζω. -
11 потрясать
потряс||атьнесов1. ἐπισείω, κουνώ, κλονίζω, τραντάζω:\потрясать оружием ἐπισείω τά ὅπλα·2. (удивлять) συνταράσσω, καταπλήσσω:\потрясать до глубины души́ συνταράσσω βαθειά. -
12 раскачать
раскачатьсов, раскачивать несов1. (качели и т. п.) λικνίζω, κουνώ·2. (столб и т. п.) διασαλεύω, κουνώ, σείω, κλονίζω. -
13 шатать
шататьнесов κλονίζω, κουνώ, σείω. -
14 расшатывать
[ρασσάτυβατ'] ρ. κλονίζω -
15 шатать
[σατάτ'] ρ. κλονίζω -
16 расшатывать
[ρασσάτυβατ'] ρ κλονίζω -
17 шатать
[σατάτ'] ρ κλονίζω -
18 заколебать
-леблю, -леблешьρ.σ. αρχίζω να κουνώ, να κλονίζω, να ταλαντεύω.1. κλονίζομαι•ветви -лись га κλαδιά άρχισαν να κουνιούνται.
2. μτφ. αμφιβάλλω•судьи за-калебались после речи защитника οι δικαστές άρχισαν να κλονίζονται, ύστερ’ από την ομιλία του συνηγόρου.
-
19 зашатать
-
20 раскачать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раскачанный, -чан, -а, -о.1. κουνώ, κινώ, ταλαντεύω• λικνίζω•раскачать маятник κουνώ το εκκρεμές.
2. κουνώ στον αέρα.3. σείω, δονώ, κλονίζω.4. μτφ. ζωηρεύω, διεγείρω, κεντώ.1. κουνιέμαι, ταλαντεύομαι.2. σείομαι, δονούμαι, κλονίζομαι.3. μτφ. ζωηρεύω, γίνομαι ζωηρός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλονίζω — κλονίζω, κλόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κλονίζω — (AM κλονίζω) σείω, τραντάζω, προκαλώ, απώλεια σταθερότητας («ολόκληρο το σπίτι κλονίστηκε από τον σεισμό») νεοελλ. μτφ. 1. προκαλώ δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του αποτυχία τού κλόνισε την αυτοπεποίθηση» β. «η … Dictionary of Greek
κλονίζω — κλόνισα, κλονίστηκα, κλονισμένος 1. σείω, ταράζω: Ο σεισμός κλόνισε τα σπίτια. 2. κάνω κάποιον να χάσει την πεποίθησή του: Τον κλόνισε το επιχείρημά μου. 3. το μέσ., κλονίζομαι ταλαντεύομαι, κινδυνεύω να πέσω: Η κυβέρνηση κλονίζεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακλονώ — κατακλονῶ, έω (AM) κλονίζω πολύ, συνταράσσω («σεισμῷ κατακλονεῑται ὁ οἶκος», Γρηγ. Νύσσ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κλονῶ «κλονίζω»] … Dictionary of Greek
κλονισμός — ο (Μ κλονισμός, ὁ, και κλόνισμα, τὸ) [κλονίζω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλονίζω*, κούνημα, τράνταγμα 2. μτφ. διαταραχή, διασάλευση («κλονισμός τής υγείας») 2. ιατρ. παθολογική κατάσταση χαρακτηριζόμενη από ύπαρξη κλονικών… … Dictionary of Greek
προκατασείω — Α (κυριολ. και μτφ.) κλονίζω εκ τών προτέρων («προκατασείειν τὰς γνώμας τῷ φόβω», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασείω «σείω δυνατά, κλονίζω»] … Dictionary of Greek
συγκλονίζω — ΝΑ κλονίζω συθέμελα, σείω, συνταράσσω νεοελλ. μτφ. προξενώ έντονη συγκίνηση, προξενώ βαθιά ψυχική ταραχή («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλονίζω «σείω, τραντάζω»] … Dictionary of Greek
συνεπικλώ — άω, Α μτφ. κλονίζω ταυτόχρονα («τῆς αἰσθήσεως συνεπικλώσης τὴν διάνοιαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικλῶ «κάμπτω, κλονίζω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek
ακλόνιστος — η, ο [κλονίζω] ο ακλόνητος … Dictionary of Greek
ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… … Dictionary of Greek
εκσαλάσσω — ἐκσαλάσσω (Α) μετακινώ, κλονίζω δυνατά και βίαια, τινάζω … Dictionary of Greek