Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

κλιμακτήρ

  • 1 Gangway

    subs.
    Gangway for embarking or disembarking: P. ἀποβάθρα, ἡ, V. κλῖμαξ, ἡ, κλιμακτήρ, ὁ, σανς, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gangway

  • 2 Plank

    subs.
    P. and V. ξύλον, τό.
    Beam: Ar. and P. δοκός, ἡ, P. κεραία, ἡ.
    Plank of a ship: V. δόρυ, τό.
    Gangway: P. ἀποβάθρα, ἡ, V. σανς, ἡ, κλῖμαξ, ἡ, κλιμακτήρ, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plank

  • 3 Rung

    subs.
    P. and V. βάθρον, τό, Ar. and V. κλιμακτήρ, ὁ, V. ἐνήλατα, τά.
    Rungs of a ladder: V. κλμακος προσαμβσεις.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rung

  • 4 Step

    subs.
    Of a ladder, etc.: P. and V. βάθρον, τό (Lys.).
    Rung: Ar. and V. κλιμακτήρ, ὁ, V. ἐνήλατα, τά.
    Steps of ladders: V. κλιμάκων προσαμβσεις, αἱ.
    Shall we mount the steps of the house: V. πότερα δωμάτων προσαμβάσεις ἐκβησόμεσθα (Eur., I. T. 97).
    Flight of steps: P. ἀναβαθμός, ὁ (Hdt.).
    Act of stepping: Ar. and V. βσις, ἡ, βῆμα, τό.
    Step in the dance: Ar. χορείας βάσις.
    Steps in dancing: P. and V. σχήματα, τά (Eur., Cycl. 221).
    Footstep: P. and V. ἴχνος, τό, V. στβος, ὁ (also Xen.).
    Let us turn our steps from this path: V. ἔξω τρίβου τοῦδʼ ἴχνος ἀλλαξώμεθα (Eur., El. 103).
    Foot: P. and V. πούς, ὁ, βσις, ἡ (Plat. but rare P.), V. ἔμβασις, ἡ.
    Manner of walking: P. βαδισμός, ὁ, βάδισμα, τό, Ar. and P. βδισις, ἡ (Xen.), V. ἤλυσις, ἡ.
    Proceeding, measure: P. and V. πρᾶγμα, τό, P. προαίρεσις, ἡ.
    Take steps, v.: P. and V. βουλεύεσθαι.
    Step by step: Ar. and P. βδην (Xen.).
    Gradually: Ar. and P. κατ μικρόν, P. κατὰ βραχύ, κατʼ ὀλίγον.
    Make a false step: P. and V. μαρτνειν, σφάλλεσθαι, πταίειν, P. διαμαρτάνειν.
    Follow in one's steps: use imitate.
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. βαδίζειν (also Ar. rare V.), Ar. and V. βαίνειν, στείχειν, πατεῖν.
    Step in the dance: P. βαίνειν, ἐμβαίνειν (Plat., Alci I. 108A and C); see Dance.
    Step forward: see Advance.
    Step forth from: P. and V. ἐκβαίνειν (ἐκ, gen. or gen. alone).
    Step upon, set foot on: P. and V. ἐπιβαίνειν (gen.), ἐμβαίνειν (P. εἰς, acc. V. acc. gen. or dat.), V. ἐπεμβαίνειν (acc. gen. or dat.), ἐμβατεύειν (acc. or gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Step

См. также в других словарях:

  • κλιμακτήρ — κλῑμακτήρ , κλιμακτήρ rung of a ladder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Климактерий (ботаника) — У этого термина существуют и другие значения, см. Климактерий. Климактерий (от др. греч. κλιμακτήρ  ступень лестницы)  временный резкий подъём дыхания у плодов в конце их созревания. Наблюдается у большинства плодов, за исключением… …   Википедия

  • восход — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. κλιμακτήρ) ступень лестницы.     … …   Словарь церковнославянского языка

  • Climaterio — (Del gr. klimakter, escalón < klimax, escala.) ► sustantivo masculino FISIOLOGÍA Etapa de la vida en que se manifiesta la decadencia de la actividad sexual y de todas las funciones del organismo. * * * climaterio (del gr. «klimaktḗr», escalón) …   Enciclopedia Universal

  • κλιμακτήρας — ο (AM κλιμακτήρ, ῆρος) σκαλί σκάλας, σκαλοπάτι, βαθμίδα, αναβαθμός («ἐν ἑπτά κλιμακτῆρσιν ἀνέβαινον ἐπ αὐτόν», ΠΔ) νεοελλ. το τμήμα κλίμακας που ενώνει δύο πλατύσκαλα μσν. αρχ. μτφ. 1: στάδιο, βαθμίδα («τὰ των πειρασμῶν πάθη κλιμακτήρας… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακτήριος — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μια γυναίκα μεταβαίνει από τα αναπαραγωγικά στα μη αναπαραγωγικά χρόνια της. Βλ. λ. εμμηνόπαυση. * * * ο θηλ. και α [κλιμακτήρ] (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η κλιμακτήριος και το κλιμακτήριο η εποχή τής… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακτηρίζω — και κλιμακτηρίζομαι (Α) [κλιμακτήρ] εισέρχομαι στον κλιμακτηριακό* ενιαυτό, διέρχομαι την πιο κρίσιμη περίοδο τής ζωής …   Dictionary of Greek

  • κλιμακτηρικός — ή, ό (Α κλιμακτηρικός, ή, όν) [κλιμακτήρ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα 2. αυτός που φέρνει στη ζωή αλλαγή φυσιολογικής κατάστασης, κρίσιμος, επικίνδυνος («κλιμακτηρικὴ ὑπάντησις», Πτολ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακτηρική περίοδος» η… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՆԴՈՒՂՔ — (դղոց. եւ ՍԱՆԴՈՒԽՔ, դխոց.) NBH 2 0693 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c գ. ՍԱՆԴՈՒՂՔ եւ ՍԱՆԴՈՒԽՔ. κλίμαξ scala κλιμακτήρ gradus scalae. Գտանի գրեալ եւ ՍԱՆԴՈՒՂ, եւ որպէս ռմկ. ՍԱՆԴՈՒՂԴ, ՍԱՆԴՈՒԽՏ. (որպէս սանտրաձեւ ուղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κλιμακτῆρα — κλῑμακτῆρα , κλιμακτήρ rung of a ladder masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακτῆρας — κλῑμακτῆρας , κλιμακτήρ rung of a ladder masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»