-
1 communication cord
(a chain etc in a railway carriage, to be pulled in an emergency.) (κορδόνι για) σήμα κινδύνου -
2 fire-escape
noun (a means of escape from a building in case of fire, usually in the form of a metal staircase on the outside of the building: Hotels should have fire-escapes.) έξοδος κινδύνου -
3 harmlessness
noun απουσία ρίσκου ή κινδύνου -
4 mayday
['meidei](the international distress signal sent out by ships and aircraft: The ship sent out a mayday (signal) before it sank.) σήμα κινδύνου -
5 out of the wood(s)
(out of danger.) εκτός κινδύνου -
6 out of the wood(s)
(out of danger.) εκτός κινδύνου -
7 SOS
[esəu'es](a call for help or rescue, often in code and usually from a distance: Send an SOS to the mainland to tell them that we are sinking!) διεθνές σήμα κινδύνου -
8 Brink
subs.Edge: P. χεῖλος, τό.met., of danger, etc.: P. and V. ἀκμή, ἡ.Bethink you that you are on the brink of doom: V. φρόνει βεβὼς... ἐπὶ ξυροῦ τύχης (Soph., Ant. 996).I have come to sorer trials than Ilium, yea, to the very brink of danger: V. κρείσσονας γὰρ Ἰλιου πόνους ἀφῖγμαι κἀπὶ κινδύνου βάθρα (Eur., Cycl. 351).Yea, to the very brink of danger: V. ἀκμήν γʼ ἐπʼ αὐτήν (Eur., Phoen. 1081).Be on the brink of, v.: P. and V. μέλλειν (infin.), V. ἐπʼ ἀκμῆς εἶναι (infin.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Brink
-
9 Narrow
adj.P. and V. στενός, V. στενόπορος.met., illiberal: P. μικρόψυχος.Have a narrow escape from: use P. and V. μόλις φεύγειν (acc.).So narrow was your escape: V. ὧδʼ ἔβητʼ ἐπὶ ξυροῦ (Eur., H.F. 630).So narrow an escape had Mitylene: P. παρὰ τοσοῦτον ἡ Μυτιλήνη ἦλθε κινδύνου (Thuc. 3, 49).I had a narrow escape from being killed: P. παρὰ μικρὸν ἦλθον ἀποθανεῖν (Isoc. 388E).——————v. trans.Cut down: P. and V. συστέλλειν, συντέμνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Narrow
См. также в других словарях:
κινδύνου — κινδύ̱νου , κίνδυνος danger masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( … Википедия
βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… … Dictionary of Greek
εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… … Dictionary of Greek
ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… … Dictionary of Greek
σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… … Dictionary of Greek
συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… … Dictionary of Greek