-
1 κιβδηλίας
κιβδηλίᾱς, κιβδηλίαadulteration: fem acc plκιβδηλίᾱς, κιβδηλίαadulteration: fem gen sg (attic doric aeolic)κιβδηλίᾱς, κιβδηλιάωlook like adulterated gold: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
κιβδηλίας — κιβδηλίᾱς , κιβδηλία adulteration fem acc pl κιβδηλίᾱς , κιβδηλία adulteration fem gen sg (attic doric aeolic) κιβδηλίᾱς , κιβδηλιάω look like adulterated gold imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… … Dictionary of Greek