Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κεχρημένος

  • 1 Need

    subs.
    P. and V. χρεία, ἡ.
    Lack: P. and V. σπνις, ἡ, πορία, ἡ, ἐρημία, ἡ, P. ἔνδεια, ἡ, V. χηνία, ἡ.
    Poverty: P. and V. πενία, ἡ, πορία, ἡ, P. ἔνδεια, ἡ.
    What is needful: P. and V. τὸ δέον, τὰ δέοντα.
    Necessity: P. and V. νάγκη, ἡ.
    Difficulties: P. and V. τὰ δεινά.
    In time of need: P. and V. ἐν τῷ δέοντι, V. ἐν δέοντι.
    There is need of, v.:P. and V. δεῖ (gen.).
    There is further need of: P. προσδεῖ (gen.).
    Be in need of: see Need.
    Be in need, be poor: P. and V. πένεσθαι, πορεῖν.
    Needs: P. and V. τὰ ναγκαῖα (V. τναγκαῖα), τὸ δέον, τὰ δέοντα.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. δεῖσθαι (gen.), V. χατίζειν (gen.), χρῄζειν (gen.).
    Lack: P. and V. σπανίζειν (gen.) (also pass. in V.), πορεῖν (gen.), P. ἐνδεῖν (or mid.) (gen.). V. πένεσθαι (gen.).
    Be deficient in: P. and V. ἐλλείπειν (gen.), πολείπεσθαι (gen.), V. λείπεσθαι (gen.).
    Needing: use also V. κεχρημένος (gen.).
    Need in addition: P. προσδεῖσθαι (gen.).
    You need not: use P. and V. οὐ δεῖ σε (infin.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Need

  • 2 Want

    subs.
    P. and V. χρεία, ἡ.
    Lack: P. and V. σπνις, ἡ, πορία, ἡ, ἐρημία, ἡ, P. ἔνδεια, ἡ, V. χηνία, ἡ.
    Poverty: P. and V. πενία, ἡ, πορία, ἡ, P. ἔνδεια, ἡ.
    To roam in want: V. βιοστερὴς χωρεῖν (Soph., O. C. 747).
    Desire: P. and V. ἐπιθυμία, ἡ.
    Yearning for something absent: P. and V. πόθος, ὁ (Plat. but rare P.); see Desire.
    Wants, necessaries: P. and V. τὸ δέον, τὰ δέοντα.
    For want of a little word I was left to wander in exile: V. ἀλλʼ ἔπους σμικροῦ χάριν φυγὰς... ἠλώμην (Soph., O. C. 443).
    ——————
    v. trans.
    Lack: P. and V. σπανίζειν (gen.) (also pass. in V.), πορεῖν (gen.), P. ἐνδεῖν (or mid.) (gen.), V. πένεσθαι (gen.).
    Be deficient in: P. and V. ἐλλείπειν (gen.), πολείπεσθαι (gen.), V. λείπεσθαι (gen.).
    Require: P. and V. δεῖσθαι (gen.), V. χρῄζειν (gen.), χατίζειν (gen.).
    Wanting: use also V. κεχρημένος (gen.).
    Want besides, P. προσδεῖσθαι (gen.).
    Desire: P. and V. ἐπιθυμεῖν (gen.), ἐφεσθαι (gen.), ὀρέγεσθαι (gen.); see Desire.
    absol. or with infin.: P. and V. ἐπιθυμεῖν, βούλεσθαι, Ar. and P. ἐθέλειν; see Wish.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Want

См. также в других словарях:

  • κεχρημένος — χράω 2 proclaim perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

  • Энармоника — (энармон) (греч. [γένος] ἐναρμόνιον, ἁρμονία; лат. enarmonium, [genus] enarmonicum, harmonia), также энгармоника[1][2][3], энгармонический род мелоса в древнегреческой музыке. Главный, легко улавливаемый на слух признак энармоники наличие… …   Википедия

  • κεχρημένως — (Α) επίρρ. ενδεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρημένος (μτχ. τού παρακμ. [με σημ. ενεστ.] κέχρημαι «έχω ανάγκη από κάτι» τού χρῶμαι)] …   Dictionary of Greek

  • πίλεος — ὁ, Α ο πίλος, το κάλυμμα τής κεφαλής από πίλημα που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία Ρώμη («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ καθόλου τοιαύτῃ διασκευῇ κεχρημένος οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»