-
1 боль
больж ὁ πόνος, τό ᾶλγος:зубная \боль ὁ πονόδοντος; головная \боль ἡ κεφαλαλγία, ὁ πονοκέφαλος; испы́тывать (причинять) \боль αἰσθάνομαι (προξενώ) πόνο. -
2 боль
-и θ.πόνος, οδύνη, άλγος•головная боль πονοκέφαλος, κεφαλόπονος, κεφαλαλγία•
испытывать боль αισθάνομαι, πόνο•
зубная боль πονόδοντος, οδονταλγία•
острая боль οξύς (δυνατός) πόνος.
|| μτφ. θλίψη, λύπη, στενοχώρια•душевная боль ψυχικός πόνος•
с -ыо в сердце με πόνο στην καρδιά.
-
3 головной
επ.1. κεφαλικός, του κεφαλιού•-ая боль κεφαλόπονος, πονοκέφαλος, κεφαλαλγία•
головной мозг εγκέφαλος•
головной платок κεφαλομάντηλο ή τσεμπέρι•
головной убор καπέλλο•
-ая вощь ψείρα του κεφαλιού•
-ые нервы εγκεφαλικά νεύρα.
2. ο επικεφαλής•головной батальон το επικεφαλής τάγμα,
εκφρ.головной голос ή регистр – κεφαλική φωνή, φωνή κεφαλής, φάλτσε το. -
4 трудный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•-ая задача δύσκολο πρόβλημα•
трудный путь δύσκολος δρόμος•
-ая обстановка δύσκολη κατάσταση (πραγμάτων)•
-ые условия δύσκολες συνθήκες•
-ая жизнь δύσκολη ζωή.
|| σοβαρός, βαρύς•-ая болезнь σοβαρή (δυσκολοθεράπευτη) αρρώστια•
трудный больной βαριά άρρωστος.
|| που πονά, πονεμένος•-ая рука το πονεμένο χέρι•
-ая голова κεφαλαλγία, κεφαλόπονος.
См. также в других словарях:
κεφαλαλγία — κεφαλαλγίᾱ , κεφαλαλγία headache fem nom/voc/acc dual (ionic) κεφαλαλγίᾱ , κεφαλαλγία headache fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίᾳ — κεφαλαλγίαι , κεφαλαλγία headache fem nom/voc pl (ionic) κεφαλαλγίᾱͅ , κεφαλαλγία headache fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγία — η (ΑΜ κεφαλαλγία) [κεφαλαλγώ] γενική ονομασία όλων τών πόνων τής κεφαλής, πονοκέφαλος («οὔτε ποδάγρας ἀπαλλάττει καλτίκιος οὔτε διάδημα κεφαλαλγίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κεφαλαλγίας — κεφαλαλγίᾱς , κεφαλαλγία headache fem acc pl (ionic) κεφαλαλγίᾱς , κεφαλαλγία headache fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίαι — κεφαλαλγία headache fem nom/voc pl (ionic) κεφαλαλγίᾱͅ , κεφαλαλγία headache fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίαν — κεφαλαλγίᾱν , κεφαλαλγία headache fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγιῶν — κεφαλαλγία headache fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίαις — κεφαλαλγία headache fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίη — κεφαλαλγία headache fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίην — κεφαλαλγία headache fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίης — κεφαλαλγία headache fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)